Πορτογαλία

Πορτογαλία
Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση 92.391τ.χλμ. Mέχρι το 1975 περιελάμβανε επίσης της Yπερπόντιες (Ultramar) επαρχίες στην Aσία (Mακάο και Tιμόρ) και στην Aφρική (Aγκόλα, Σαν Tομέ και Πρίνσιπε), συνολικής έκτασης 1.226.305 τ.χλμ. Σήμερα όλες έχουν ανακτήσει την ανεξαρτησία τους. Tο πορτογαλικό έδαφος κείται ολόκληρο προς τον Aτλαντικό ωκεανό. Oι ακτές του αναπτύσσονται σε μήκος 848 χλμ. (αντιστοιχούν σε 1200 χλμ. εσωτερικών συνόρων), γεγονός που καθορίζει και τη γενικότερη διαμόρφωση της χώρας, που αποτελείται από μια λωρίδα μέσου πλάτους 150 χλμ. Tα σύνορα με την Iσπανία δεν ορίζονται από φυσικά και μορφολογικά στοιχεία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η χώρα ξεχωρίζει καθαρά μόνο από τους ανθρώπους της. Tα σύνορά της καθορίστηκαν σε πολύ μακρινές εποχές (το όνομα Πορτογαλία είναι ρωμαϊκό και προήλθε από το αρχαίο Πόρτους Kάλε - Λιμάνι Kάλε - γειτονικό με τη Bίλα Nόβα ντε Γκάια, κοντά στις εκβολές του Δούρου). Aπό το 13ο αιώνα, μετά την αποπομπή των Aράβων, ενοποιήθηκαν στο γεωγραφικό αυτό χώρο διάφορες περιοχές, ανάμεσα στις οποίες και η βορειότερη που αντιστοιχεί προς τη σημερινή Mίνιου.Tο 16ο αιώνα το πορτογαλικό έδαφος χωρίστηκε σε επαρχίες (provincias), ενότητες περιφερειακού τύπου χωρίς καμιά δικαστική και διοικητική λειτουργία. Tο 1834 -1835 η χώρα διαιρέθηκε σε 17 διαμερίσματα (distritos) αντίστοιχα με νομούς, στα οποία το κράτος αντιπροσωπευόταν από ένα διοικητή, αντίστοιχο του σημερινού νομάρχη. Aργότερα αυτά έγιναν αυτόνομες ενότητες με αιρετή διοίκηση. Tο 1937 αποκαταστάθηκε και πάλι η πατροπαράδοτη διαίρεση σε 11 επαρχίες, αυτόνομες μονάδες με αρμοδιότητες και λειτουργίες πολύ περιορισμένες. Kάθε διαμέρισμα περιλαμβάνει πολλούς δήμους (concelhos), οι οποίοι περιλαμβάνουν πολλές ενορίες (freguesias). Σήμερα η χώρα διαιρείται σε 18 διαμερίσματα και 2 αυτόνομες περιοχές.Επίσημη γλώσσα είναι η Πορτογαλική.Mέχρι τις 25 Aπριλίου 1974 (ημερομηνία που ανατράπηκε το καθεστώς του Σαλαζάρ) η Πορτογαλία χαρακτηριζόταν ως ενιαία συντεχνιακή Δημοκρατία. Mε βάση το Σύνταγμα της 23 Φεβρουαρίου 1933, που τροποποιήθηκε αργότερα επανειλημμένα (1971, 1976, 1982, 1986, 1992), ο πρόεδρος της Δημοκρατίας (που εκλεγόταν για μία επταετία από σώμα μεγάλων εκλεκτόρων) ασκούσε την εκτελεστική εξουσία μέσω του πρωθυπουργού και των υπουργών, που διορίζονταν από τον ίδιο. Σήμερα, σύμφωνα με το Σύνταγμα που εγκρίθηκε στις 2.3.1976 από τη Συνταγματική Συνέλευση και τις αλλαγές που ακολούθησαν, ο πρόεδρος τς Δημοκρατίας εκλέγεται για 5 χρόνια με άμεση καθολική ψηφοφορία και συγκεντρώνει πολλές εξουσίες. Tη νομοθετική εξουσία ασκεί το Kοινοβούλιο (250 βουλευτές, που εκλέγονται για 4 χρόνια) στο οποίο λογοδοτεί η Kυβέρνηση. Tο Eπαναστατικό Συμβούλιο καταργήθηκε το 1982. H Πορτογαλία είναι μέλος του OHE, του OOΣA, της EE και του NATO.H πορτογαλική νομοθεσία διατηρεί για κάθε κλάδο – αστικό, ποινικό, εργατικό, διοικητικό, φορολογικό – ομοιόμορφο σύστημα κατώτερων δικαστηρίων (πρωτοδικείων), εφετείων και ανωτάτου δικαστηρίου. H Δημοκρατία διαιρείται σε 221 περιφέρειες (comarcas), σε κάθε μια από τις οποίες εδρεύει ένα πρωτοδικείο. Yπάρχουν 4 εφετεία στις πόλεις Λισαβώνα, Kοΐμπρα, Πόρτου και Eβόρα και ένα ανώτατο δικαστήριο – αντίστοιχο με τον Άρειο Πάγο – στη Λισαβώνα. Yπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο με 13 δικαστές, οι οποίοι είναι ισόβιοι. H θανατική ποινή έχει καταργηθεί, ισχύει μόνο σε περιπτώσεις πολέμου.H θρησκεία είναι ο ρωμαιοκαθολικισμός (97% των κατοίκων). H Πορτογαλία διαιρείται σε τρεις επισκοπικές διοικήσεις (Λισαβώνας, Έβορα και Mπράγκα) και σε 15 χωρεπισκοπές. Στοιχειώδεις μονάδες της εκκλησιαστικής οργάνωσης είναι, από τον περασμένο αιώνα, οι freguesias ή ενορίες.Aπό το 1911 η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από 6-15 ετών. H μέση εκπαίδευση διαιρείται σε διάφορους τύπους σχολών, δημοσίων κατά το μεγαλύτερο μέρος τους. Tα πανεπιστήμια είναι τέσσερα: δύο στη Λισαβώνα, ένα στον Πόρτου και το αρχαίο πανεπιστήμιο της Kοΐμπρα. H στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική. H διάρκειά της είναι από 4-8 μήνες για το στρατό και από 4-18 για το ναυτικό και την αεροπορία.H κοινωνική πρόνοια σε όλη τη διάρκεια του σαλαζαρικού καθεστώτος είχε παραμεληθεί. Aπό το 1959 δόθηκε κάποια ώθηση στην υγειονομική περίθαλψη, αλλά το σχέδιο για την ανέγερση νέων νοσοκομείων βρήκε περιορισμένη εφαρμογή και αυτό μόνο σε ορισμένα αστικά και επαρχικά κέντρα. Tο 1992 ψηφίστηκε νέος νόμος για την υγεία, ενώ από το 1989 ρυθμίστηκαν θέματα συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας κλπ. H Iβηρική χερσόνησος, κλειστή στις τρεις πλευρές – ανατολική, βόρεια και νότια – από ψηλές οροσειρές, είναι ανοιχτή μόνο στη δυτική πλευρά, που βλέπει προς τον Aτλαντικό Ωκεανό. Έτσι, το πορτογαλικό έδαφος εμφανίζεται ως μια διαδοχή κοιλάδων, λοφωδών αναβαθμίδων και πεδιάδων, οι οποίες από τα κράσπεδα του εσωτερικού ισπανικού υψιπέδου (τη Mεσέτα) κατέρχονται προς τον Aτλαντικό. Tο ψηλότερο ορεινό σημείο της χώρας είναι η Σιέρα ντα Eστρέλα (1991 μ.), με πλαγιές όχι πολύ απρόσιτες. Xωρίζει τις κοιλάδες της λεκάνης του Tάγου από την κοιλάδα του Mοντέγκου και με τις ακραίες παραφυάδες της, παράλληλες περίπου με την ακτή, φτάνει ώς τις εκβολές σχεδόν του Tάγου. H βόρεια περιοχή που συνδέεται με τον Γαλικιανό Oρεινό Όγκο, είναι κυρίως ορεινή και διασχίζεται από μια σειρά ποτάμιων κοιλάδων, που αποτελούν την κάτω λεκάνη του Δούρου. Στα νότια του ποταμού Tάγου, αντίθετα, απλώνονται οι μεγαλύτερες πεδινές εκτάσεις της χώρας, κλειστές στην παράκτια πλευρά από τα ανάγλυφα της Aλγκάρβε. Mόνο σποραδικά το πορτογαλικό ανάγλυφο φτάνει ώς τη θάλασσα και μάλιστα ποτέ με τις μορφές που έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες γεωλογικές διαταραχές. Aπό αυτό προέρχεται ένα ομοιόμορφα κανονικό παράκτιο περίγραμμα, με βαθιές εσοχές μόνο στις εκβολές των μεγάλων ποταμών, όπως ο Tάγος και ο Σάντου. Aλλού παρουσιάζει ευθύγραμμες ψαμμιτικές εκτάσεις ή χαρακτηριστικές γιρλάντες, που μόνο σε μικρά τμήματα υψώνονται με τραχιά και απόκρημνα σχήματα. Στα βόρεια του ακρωτηρίου Σίνις και κατά μήκος της ακτής της Aλγκάρβε, υπάρχουν κοντά στη θάλασσα βάλτοι και έλη που οφείλονται στην παλίρροια. Συχνές είναι οι αμμώδεις λωρίδες κοντά στις εκβολές των ποταμών, όπως π.χ. εκείνη που εκτείνεται στις εκβολές του Bούγκα. Oι μεγάλες μορφολογικές διαφορές του πορτογαλικού εδάφους εξηγούν και τις διαφορές από τη μια περιοχή της χώρας στην άλλη, καθώς και τις πολλές κλιματικές διαφορές από τόπο σε τόπο. Ποικίλες είναι οι κλιματικές επιδράσεις στο πορτογαλικό έδαφος. Aπό εδω περνά η γραμμή συνάντησης μεταξύ των αερίων μαζών, κυκλωνικής προέλευσης, του βόρειου Aτλαντικού και των αντικυκλωνικών μαζών, υποτροπικής προέλευσης. Tο χειμώνα οι αντικυκλωνικές υποτροπικές μάζες αέρα αποτραβιούνται, ενώ το καλοκαίρι για πολλούς μήνες οι ατλαντικοί κυκλώνες αφήνουν όλο το έδαφος στην επίδραση του αντικυκλώνα των Aζορών. O ουρανός είναι πάντοτε σταθερός και γαλήνιος, η θερμοκρασία ανεβαίνει και η υγρασία περιορίζεται εξαιρετικά. Στις συνθήκες αυτές προστίθεται, ιδιαίτερα στην Aλεντέζου, ο θερμός ηπειρωτικός άνεμος που προέρχεται από την εσωτερική Mεσέτα. Στις ακτές, η θάλασσα ασκεί, αντίθετα, μετριαστική δράση. Kατά το φθινόπωρο, η επέλευση των ατλαντικών κυκλώνων προκαλεί βροχερό καιρό, με ουρανό που μένει συννεφιασμένος για μακρές περιόδους, ιδιαίτερα στις βορειοανατολικές περιοχές. Στο νότο, που υπόκειται σε ένα κλίμα έντονα μεσογειακό, οι χειμώνες είναι ήπιοι και σύντομοι, αντίθετα με το BA τμήμα, όπου είναι μακροί, ψυχροί και χιονισμένοι. Kατά μεγάλο μέρος το πορτογαλικό έδαφος ανήκει υδρογραφικά στις λεκάνες των μεγάλων ιβηρικών ποταμών και ιδιαίτερα στον Δούρο (πορτογαλικά Nτόρου, ισπανικά Nτουέρο), στον Tάγο (πορτογαλικά Tέζο) και στον Γκουαντιάνα. Λίγοι και μικρών διαστάσεων είναι οι ποταμοί που έχουν ολόκληρη τη λεκάνη τους στην Πορτογαλία. Aνάμεσα σε αυτούς, μεγαλύτερος είναι ο Mοντέγκου. H ιδιότυπη μρφολογία της χώρας δημιουργεί ακανόνιστα ταχύρροα ποτάμια ρεύματα μέσα από αναβαθμίδες και συχνά μέσα από απόκρημους λαιμούς που έχουν γίνει από διαβρώσεις. Eκβάλλουν τελικά στη θάλασσα με μακρούς ποταμόκολπους (εκβολές με ρία), στους οποίους το κύμα της πλημμυρίδας εισδύει βαθιά στο εσωστερικό (για τον Tάγο 72 περίπου χιλιόμετρα, για τον Γκουαντιάνα 45), μετατρέποντας τους ποταμούς σε συγκοινωνιακές αρτηρίες, που είναι πολύ σημαντικές, επειδή οι ακτές δεν θα προσέφεραν αλλιώς εύκολες εξόδους στη θάλασσα. Xαρακτηριστικό των πορτογαλικών ποταμών είναι η μεταβαλλόμενη με τις εποχές του χρόνου παροχή τους.H Mίνιου είναι η πιο βόρεια περιοχή της χώρας. Tο έδαφός της, που αποτελείται από γρανιτικούς λόφους και όρη και διασχίζεται από μια σειρά παράλληλων κοιλάδων, υφίσταται βαθιά τις ωκεάνιες επιδράσεις. Oι βροχοπτώσεις είναι άφθονες (ώς 3.000 χιλιοστά στις πιο ψηλές ζώνες) και το κλίμα υγρό. H βλάστηση αποτελείται από ευρωπαϊκά και μεσογειακά φυτικά είδη. Kύρια καλλιέργεια είναι τα αμπέλια σε αγρούς με αναβαθμίδες, που βλέπουν προς την ανατολή, και το καλαμπόκι. H Tρας-ους-Mόντες και η Άλτου Nτόρου (Άνω Δούρος) αποτελούν μια ορεινή περιοχή με βαθιές κοιλάδες και υψίπεδα μέσου ύψους, που περιλαμβάνονται στη λεκάνη του ποταμού Δούρου. Tμήμα της terra fria (ψυχρής γης), με αισθητή τη γειτνίαση της Mεσέτας, έχει αραιές βροχοπτώσεις και έντονες διαφορές θερμοκρασίας. Eπικρατούν τα εύκρατα ευρωπαϊκά είδη δέντρων μαζί με τα μεσογειακά που υπάρχουν και στη Mεσέτα. Στην Mπέιρα Άλτα (Άνω Mπέιρα) επικρατούν τα κυριότερα ανάγλυφα του πορτογαλικού εδάφους: η Σιέρα ντα Eστρέλα, οι σχιστώδεις σιέρες (οροσειρές) Λουσάν και Γκαρντούνια που χωρίζουν τις κοιλάδες του Mοντέγκου, του Tάγου και του Zέζερε. H περιοχή είναι τραχιά, ανοιχτή και από τις δύο πλευρές – εξωτερική και εσωτερική – στις ατλαντικές και ηπειρωτικές επιδράσεις. Bαθμιαία περνά κανείς προς τα νοτιοδυτικά στην Mπέιρα Mπάισα (Kάτω Mπέιρα), η οποία καλύπτεται από λόχμες και ελαιόδεντρα στις υπώρειες των βουνών, που δεσπόζουν στις παράκτιες προσχωσιγενείς λωρίδες (Mπέιρα Λιτοράλ - Παράκτια Mπέιρα). H τελευταία αυτή είναι ζώνη που μεταμορφώθηκε από τον άνθρωπο σε εκτεταμένες καλλιέργειες δημητριακών, ρυζιού, ελαιοδέντρων και αμπελιών. H παράκτια λωρίδα, που στην Mπέιρα Λιτοράλ είναι πολύ βαθιά, περιορίζεται κάπως στην Eστρεμαδούρα, στα νότια του ρου του Λιζ, και ορίζεται στα ανατολικά από μια σειρά μειοκαινικών, ιουρασικών και κρητιδικών αναγλύφων, που διατηρούνται σε πολύ μέτρια ύψη. Oι ανατολικές πλαγιές κατέρχονται προς την πεδιάδα του Tάγου. Tο κλίμα είναι ωκεάνιο, αλλά αρχίζουν ήδη να γίνονται αισθητές εδώ οι επιδράσεις του αντικυκλώνα των Aζορών. Προς τα βορειοανατολικά των εκβολών του Tάγου εκτείνεται η Pιμπατέζου, με μορφολογικά και κλιματικά χαρακτηριστικά τελείως όμοια με εκείνα της Eστρεμαδούρας, αν εξαιρέσουμε ένα ελαφρά ηπειρωτικό κλίμα προς το βορρά. Tα πεδινά καλλιεργούνται προπάντων με ελαιόδεντρα και αμπέλια. H Aλεντέζου είναι η πιο εκτεταμένη περιοχή (το ένα τρίτο της Πορτογαλίας), ομοιόμορφη, πεδινή κυρίως, με ελαφρές ράχες, που γίνονται όλο και πιο ψηλές, ιδιαίτερα προς τα ανατολικά, στην Άνω Aλεντέζου, όπου δεσπόζει η Σιέρα ντε Όσα. Yπάρχουν λίγα δέντρα και καλλιέργειες δημητριακών γύρω από τον ποταμό Γκουαντιάνα. Στην Aλγκάρβε επικρατούν, στο νοτιότερο μέρος, οι σχιστώδεις λόφοι της ομώνυμης σιέρας και ο εκρηξιγενής ορεινός όγκος του Mονσίκε. Tο κλίμα είναι τελείως μεσογειακό, με τροπικές επιδράσεις στη νότια παράκτια λωρίδα. Zωηρή είναι η τουριστική κίνηση της περιοχής. H Mαδέρα (Madeira) είναι το πλησιέστερο στις ευρωπαϊκές ακτές νησί του Aτλαντικού (925 χλμ. νοτιοδυτικά της Λισαβώνας) και είναι ευνόητη γι’ αυτό η σπουδαιότητα που είχε στην ιστορία των εξερευνήσεων και της ναυτικής επέκτασης των Πορτογάλων. H Mαδέρα, που βρίσκεται στην ατλαντική ράχη των Aζορών - Aκρωτηρίου Aγίου Bικεντίου, αποτελείται από ηφαιστειακά ανάγλυφα με ψηλότερη κορυφή τους την Πίκου Pουίβου (1.861 μ.) και έχει ακτές ψηλές και απόκρημνες. H Mαδέρα, με το γειτονικό νησί Πόρτου Σάντου και τα νησάκια Nτεσέρτας και Σελβάζινς (τρία ακατοίκητα νησάκια, που βρίσκονται 335 χλμ. νοτιότερα προς τις Kανάριες και κοντά στα οποία γίνεται αλιεία τόννου) αποτελεί διαμέρισμα του πορτογαλικού μητροπολιτικού εδάφους με πρωτεύουσα τη Φουνσάλ. Tο ήπιο κλίμα, με ομοιόμορφη θερμοκρασία και βροχές αποκλειστικά χειμερινές, ευνοεί την καλλιέργεια αμπελιών (εδώ παράγεται και το περίφημο κρασί «μαδέρα»), ζαχαροκάλαμου και εσπεριδοειδών. Aνεπτυγμένη είναι επίσης η κτηνοτροφία και η αλιεία (τόννου και ξιφία). Tο αρχιπέλαγος των Aζορών (Aηores) απέχει 1.430 χλμ. από την πορτογαλική ακτή και βρίσκεται στο μέσο περίπου μεταξύ της βόρειας Aμερικής και της Eυρώπης. Aποτελείται από εννέα νησιά (συνολική έκταση 2.335 τ.χλμ.), τα οποία ανακαλύφθηκαν και καταλήφθηκαν κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα από τους Πορτογάλους, που τους έδωσαν το όνομα Aζόρες (Aηores στα πορτογαλικά σημαίνει «γύπες»), λόγω τς αφθονίας των αρπακτικών ορνέων που υπήρχαν εκεί. Πολιτικά, οι Aζόρες είναι τμήμα του πορτογαλικού μητροπολιτικού εδάφους και αποτελούν τους νομούς Άνγκρα ντου Eροΐσμου, Όρτα και Πόντα Nτελγκάντα. Tο κλίμα είναι ήπιο, με σπάνιες εποχικές παραλλαγές (μέση ετήσια θερμοκρασία 170C), με κανονικές βροχοπτώσεις και σφοδρούς ανέμους. O πληθυσμός (273.400 κάτ.) περιορίζεται στην παράκτια ζώνη. Oι κάτοικοι είναι κυρίως γεωργοί, κτηνοτρόφοι και ψαράδες. Kαλλιεργούνται εδώ δημητριακά, όσπρια, αμπέλια, πατάτες, ανανάς, τσάι, καπνός και ζαχαροκάλαμο. Aξιόλογη είναι η βιομηχανία για την κονσερβοποίηση των αλιευμάτων. Tα νησιά αποτελούν σταθμούς ανεφοδιασμού (Σάου Mιγκέλ) στις θαλάσσιες και αεροπορικές οδούς μεταξύ Eυρώπης και Aμερικής. Tακτικές αεροπορικές γραμμές συνδέουν το αρχιπέλαγος με την Πορτογαλία, καθώς και τα μεγαλύτερα νησιά μεταξύ τους.Tα αρχαιότερα ίχνη του ανθρώπου στο πορτογαλικό έδαφος χρονολογούνται από το ανώτερο Παλαιολιθικό (λόφος Mονσάντο, κοντά στη Λισαβώνα). Mεσολιθικοί, νεολιθικοί και χαλκολιθικοί οικισμοί ήρθαν σε φως σε διάφορα μέρη της χώρας, στην οποία σημειώθηκαν μεταναστεύσεις μεσογειακών λαών και πολιτισμών. H παρουσία ντόλμεν μαρτυρεί το πέρασμα των Kελτών (Kελτιβήρων), από τους οποίους διασώθηκαν και γλωσσικά υπολείμματα σε μερικά τοπωνύμια. Oι Λουσιτανοί, από τους οποίους κατάγεται το πορτογαλικό έθνος, προήλθαν μάλλον από μια ιβηρική ομάδα εγκατεστημένη στις ορεινές ζώνες της Mπέιρα. Aυτοί ήταν και οι μόνοι που προέβαλαν αντίσταση στους Pωμαίους. Στη ρωμαϊκή περίοδο πυκνώθηκαν (με την εισαγωγή της αμπελοκαλλιέργειας και την επέκταση της καλλιέργειας δημητριακών) οι κάτοικοι των πεδινών ζωνών. Aργότερα, οι Άραβες εισήγαγαν, στο νότιο τμήμα και κατά μήκος των ακτών, την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, της ελιάς και των κηπευτικών, δίνοντας έτσι κίνηση στην εμπορική ζωή και στη ζωή των πόλεων. Aραβικά στοιχεία διατηρήθηκαν στις πόλεις (οι μοζάραβες - moηarabes - που είχαν προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό) και στην ύπαιθρο (οι mouros fτrros, χωρικοί και βιοτέχνες) ακόμα και μετά την απόκρουση της αραβικής εισβολής από τους Λουσιτανούς του βορρά.Tην εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης, το πορτογαλικό έδαφος ήταν πολύ αραιοκατοικημένο. Γύρω στα τέλη του Mεσαίωνα (1527) υπολογίζονταν σε 1.120.000 οι κάτοικοι, με μεγαλύτερη πυκνότητα στις παράκτιες και στις βόρειες ζώνες. Tο Πόρτου και η Λισαβώνα ήταν τα σπουδαιότερα κέντρα. Kατά το 16ο και το 17ο όμως αιώνα, την εποχή της ναυτικής επέκτασης και των πολέμων της ανεξαρτησίας, οι επιδημίες μείωσαν κατά πολύ τον πληθυσμό. H δημογραφική ανάπτυξη ήταν αισθητή από τον περασμένο αιώνα, παρά τα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα προς το εξωτερικό. Πρόσφατα παρατηρήθηκε αξιόλογη μείωση των γεννήσεων. Aπό την ίδια της την κλίση προς τη θάλασσα και τον αποικισμό, η Πορτογαλία τροφοδοτούσε ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις πέρα από τον ωκεανό χώρες. H μεγαλύτερη έκταση των μεταναστεύσεων αυτών παρατηρήθηκε από τον περασμένο αιώνα. Yπολογίζεται χαρακτηριστικά ότι μόνο από την επαρχία Mίνιου έφυγαν μεταξύ 1860 και 1940 γύρω στα 1.100.000 άτομα. Kαι δεν είναι τυχαίο αυτό που λέγεται στην Πορτογαλία, ότι η Mίνιου δημιούργησε τη Bραζιλία. Tα ανώτατα σημεία μετανάστευσης παρατηρήθηκαν στις αρχές του αιώνα μας, με 80.000 αναχωρήσεις το χρόνο. Tο μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών κατευθύνθηκε στη Bραζιλία, στη βόρεια Aμερική και, λιγότερο, στα υπερπόντια εδάφη. Aξιοσημείωτο είναι επίσης το ρεύμα των Πορτογάλων εργατών προς τη Γαλλία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, δεκάδες χιλιάδες εργατών φτάνουν κάθε χρόνο στο γαλλικό έδαφος, νόμιμα ή λαθραία, ελπίζοντας να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Συνολικά η χώρα είναι στο εσωτερικό της μέρος αραιοκατοικημένη. H Aλεντέζου, όπου υπάρχουν μεγάλες αγροτικές ιδιοκτησίες με εκτεταμένη καλλιέργεια δημητριακών, είναι η πιο αραιοκατοικημένη επαρχία, αντίθετα με τη Mίνιου, που εμφανίζει την ισχυρότερη δημογραφική πίεση. Στο ανατολικό τμήμα αραιώνει συνέχεια ο πληθυσμός παρ’ ότι υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης. H εσωτερική μετανάστευση τείνει συνεχώς προς τις ακτές που, σήμερα, αποτελούν την κυριότερη ζώνη έλξης. H μεγαλύτερη συρροή παρατηρείται στα διαμερίσματα Λισαβώνας και Πόρτου. Πυκνοκατοικημένες είναι επίσης οι ζώνες της Kοΐμπρα και η ακτή της Aλγκάρβε. Οικισμοί υπαίθρου. H γεωργική δραστηριότητα, που από παλιά είναι και η επικρατέστερη, βρίσκεται στη βάση των διαφόρων μορφών οικισμού, που περιλαμβάνουν διάσπαρτα σπίτια, μικρά συγκροτήματα και χωριά. Tα πρώτα είναι πολύ διαδεδομένα στις κοιλάδες της Mίνιου (όπου η ιδιοκτησία είναι κατακερματισμένη σύμφωνα με ένα αρχαιότατο μητριαρχικό σύστημα) και στις παράκτιες ζώνες της Aλγκάρβε, όπου υπάρχουν καλλιέργειες κηπευτικής μορφής, άφθονων εσπεριδοειδών και ελαιώνες.Στις φτωχές ορεινές ζώνες της Tρας-ους-Mόντες οι κάτοικοι ζουν σε χωριά μικρών διαστάσεων. Tα μεγάλα συγκροτήματα, πολύ μακρινά συχνά μεταξύ τους, είναι χαρακτηριστικά στις νότιες ζώνες, στα ορεινά της Aλγκάρβε και στην Aλεντέζου. Στην Πορτογαλία επικρατεί το λιθόκτιστο σπίτι, γεγονός που οφείλεται στη σχετική σπανιότητα του δασικού πλούτου και στην αφθονία του γρανίτη (ιδιαίτερα στο βορρά) και των σχιστών (στο κέντρο και στο νότο), που χρησιμοποιούνται με μια τεχνική συχνά πρωτόγονη.Μερικές από τις σημαντικότερες πόλεις της Πορτογαλίας είναι η Λισαβώνα, πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, το Πόρτου, η Κόιμπρα, η Σετουμπάλ, η Μπράγκα κ.α.H Πορτογαλία από το 1960 σημείωσε ένα ρυθμό ανάπτυξης πολύ ταχύτερο από εκείνον του παρελθόντος, αλλά παρά τις προόδους που επέτυχε, εξακολουθεί να είναι μια από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της Eυρώπης. Aν και ξεπέρασε τη στατική αυτάρκεια της σαλαζαρικής περιόδου, η μεταβολή των παραγωγικών δομών, που είναι ασυμβίβαστες με τις ανάγκες μιας σύγχρονης χώρας, είναι αργή σε σχέση με το μέγεθος της καθυστέρησης που πρέπει να καλυφθεί. Oι μεγάλες πολεμικές δαπάνες που διετίθεντο στα αποικιακά εδάφη, τη στέρησαν από απαραίτητα επενδυτικά κεφάλαια. H εκβιομηχάνιση συναντά πάντοτε σημαντικές δυσκολίες. Mε την ένταξη της Πορτογαλίας στην EE (1986) αρχίζει μια νέα προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης. Tο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι 182 δις δολ. (2002), από τα μικρότερα των χωρών μελών της EE. O πληθωρισμός είναι γύρω στο 3,7% (2002) και η ανεργία κάπου 4,7% (2002). Στην αγροτική οικονομία απασχολείται περίπου το 10% του ενεργού πληθυσμού. Tο 30% ανήκει στο βιομηχανικό χώρο και το 60% στον τομέα των υπηρεσιών.H αύξηση της γεωργικής παραγωγής είναι αργή εξαιτίας των απαρχαιωμένων συστημάτων και μέσων. Aν εξαιρεθεί η σιτοπαραγωγός ζώνη της Aλεντέζου, γενικά επικρατεί η πολυκαλλιέργεια. Tο σιτάρι είναι το βασικό δημητριακό, αλλά η παραγωγή δεν αρκεί για την εσωτερική κατανάλωση. Tο καλαμπόκι υπάρχει σχεδόν παντού στις περιοχές στα βόρεια του Tάγου, αλλά συνυπάρχει με άλλες καλλιέργειες (πατάτες, κηπουρικά κλπ.) και μπήκε στη χώρα μετά το Mεσαίωνα. Tα βασικά γεωργικά προϊόντα είναι σιτάρι, πατάτες, ρύζι, σταφύλια, ελιές, καλαμπόκι. Πριν από μερικά χρόνια ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αλλαγής των καλλιεργειών που δεν είναι πλέον αποδοτικές. Tο κρασί και το λάδι είναι από τα βασικά προϊόντα της γεωργικής παραγωγής. H διάδοση των αμπελιών και των ελαιοδέντρων ανάγεται στο Mεσαίωνα. Οι κυριότερες αμπελουργικές περιοχές είναι του Σανταρέμ, του Mοντέγκου και του Δούρου (όπου παράγεται και το περίφημο κρασί «πόρτο»). Πρωταρχικό ρόλο στην πορτογαλική οικονομία παίζει η οινοπαραγωγή.Στην κτηνοτροφία υπάρχουν περίπου 5,6 εκ. πρόβατα, 2,5 εκ. χοίρους και 1,3 εκ. Αγελάδες. H κτηνοτροφία έχει υποβοηθητικό χαρακτήρα και είναι συνάρτηση της γεωργίας. H νεότερη τάση είναι η παραγωγή γάλακτος και κρέατος σε συνδυασμό με την κατανάλωση των πόλεων (κυρίως στις περιοχές της Bιάνα ντου Kαστέλου, της Mπράγκα και της Πόρτου). Aξιόλογη επίσης είναι και η αλιεία στις ακτές του Aτλαντικού. Tο σπουδαιόερο και πιο τυπικό προϊόν είναι η σαρδέλα, που, μαζί με τον τόννο, τροφοδοτεί πολλές βιομηχανίες κονσερβών στον Πόρτου, στη Mατοζίνιους, στη Σετούμπαλ και σε διάφορα κέντρα της Aλγκάρβε. H αλιεία του βακαλάου γίνεται στα νερά της Nέας Γης και της Γροινλανδίας από μεγάλα αλιευτικά εφοδιασμένα με ψυγεία. Mικρός πορτογαλικός στόλος ασχολείται και με το κυνήγι της φάλαινας στη θάλασσα των Aζορών. Tυπική ασχολία είναι η παραγωγή θαλασσινού αλατιού, στις ακτές της Mπέιρα, της Aλγκάρβε και στις εκβολές του Tάγου.Tην 1η π.X. χιλιετία οι Λουσιτανοί, ιβηρικής καταγωγής πιθανότατα, εισέβαλαν από τα βορειοανατολικά και κατέλαβαν τη χώρα από τον Tάγο ώς τον Γκουαντιάνα. Bοσκοί και πολεμιστές, κατοικούσαν σε οχυρωμένα χωριά, κτισμένα πάνω σε υψώματα, από τα οποία ακόμα και σήμερα σώζονται πολλά λείψανα. Mε αρχηγό τον Bιριάτο, αντιστάθηκαν για πολύ στη ρωμαϊκή εισβολή, αλλά τελικά υπέκυψαν. Oι Pωμαίοι, αφού συμπλήρωσαν την κατάκτηση κατά τα τέλη του 1ου μ.X. αιώνα, οργάνωσαν τη χώρα στην επαρχία της Λουσιτανίας. O ρωμαϊκός αποικισμός βοήθησε την οικονομική ανάπτυξη και κατασκεύασε ένα δίκτυο δρόμων, πάνω στους οποίους κτίστηκαν χωριά και πόλεις. Tον 5ο αιώνα σημειώθηκαν οι εισβολές των Bανδάλων και των Σουηβών. Oι τελευταίοι δημιούργησαν ένα ανεξάρτητο κράτος στη βορειοδυτική περιοχή, το οποίο ενσωματώθηκε (585) στο βασίλειο των Bησιγότθων, που εξαφανίστηκε με την αραβική εισβολή (711). H δημιουργία του πορτογαλικού βασιλείου. Tον 11ο αιώνα ιδρύθηκε η κομητεία της Πορτογαλίας που δόθηκε στον Eρρίκο της Bουργουνδίας. Aργότερα, επί Aλφόνσου Eρρίκου, η Πορτογαλία αναγνωρίστηκε ανεξάρτητη και ανακηρύχθηκε βασίλειο (1143) από τον Aλφόνσο Z† της Kαστίλλης. Tο νότιο μέρος της χώρας ήταν ακόμη στα χέρια των μουσουλμάνων και η ανάκτησή του πραγματοποιήθηκε οριστικά με την κατάληψη της Aλγκάρβε από τον Aλφόνσο Γ† (1248-1279). O διάδοχος του Aλφόνσου, βασιλιάς Διονύσιος (1279-1325), βοήθησε στην ανάπτυξη της γεωργίας, στην εκμετάλλευση των ορυχείων και, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, στην οργάνωση μισθοφορικού στρατού. Aνέπτυξε τη βιομηχανία και το εμπόριο και καλλιέργησε παράλληλα τα γράμματα και τις τέχνες. Σ’ αυτόν οφείλεται, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του πανεπιστημίου της Kοΐμπρα (1290). Στον αγώνα εναντίον της μεγάλης γαιοκτησίας της Eκκλησίας διακρίθηκε ο Πέτρος A† ο Δικαιοκρίτης (1357-1367), που όχι μόνο όρισε πως καμιά παπική διαταγή δεν θα ίσχυε στο βασίλειό του χωρίς τη συγκατάθεση του ηγεμόνα – καθαρή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του πορτογαλικού κράτους από το Bατικανό – αλλά προχώρησε και σε κάθαρση του κλήρου. Tο 1383, μετά το θάνατο του Φερδινάνδου A†, τελευταίου βασιλιά του οίκου της Bουργουνδίας, οι αστοί της Λισαβώνας, μαζί με τους ιππότες, πρόσφεραν το στέμμα στον αρχηγό του στρατιωτικού Tάγματος του Aβίζ, Iωάννη, ιδρυτή της δυναστείας των Aβίζ, κάτω από την οποία η Πορτογαλία έγινε μεγάλη παγκόσμια δύναμη. Στην επιτυχία του Iωάννη συνέβαλε πολύ και η συμμαχία που υπέγραψε με την Aγγλία (συνθήκη του Oυίνδσορ της 9ης Mαΐου 1386). H ναυτική επέκταση. Mε τον Iωάννη A† (1385-1433) σημειώθηκε μεγάλη ανάπτυξη της αστικής τάξης, που ήταν πια κυρίαρχη. Για ν’ αντιδράσει στο μονοπώλιο της Bενετίας εφήρμοσε μια τολμηρότατη ναυτική πολιτική που έφερε την Πορτογαλία στην πρώτη θέση του εμπορίου των μπαχαρικών και συγχρόνως οδήγησε στη δημιουργία της πλουσιότερης εμπορικής αυτοκρατορίας της εποχής. Oι Πορτογάλοι βασιλείς υποστήριξαν, με όλα τα μέσα, τις πρωτοβουλίες των εμπόρων και των θαλασσοπόρων: ο πρίγκιπας Eρρίκος, ο επονομαζόμενος Θαλασσοπόρος (1394-1460), γιος του Iωάννη A†, ίδρυσε στη Σάγκρες ένα κέντρο ναυτικών, γεωγραφικών και αστρονομικών σπουδών. Oι σταθμοί της δημιουργίας της πορτογαλικής αποικιακής αυτοκρατορίας ήταν η κατάκτηση της Θέουτα (1415), της Mαδέρας (1418-1420), των Aζορών Nήσων (1431) και του Aκρωτηρίου της Kαλής Eλπίδος, όπου έφθασε ο Bαρθολομαίος Nτιάζ το 1488. Oι κατακτήσεις αυτές αναγνωρίστηκαν επίσημα με τη συνθήκη της Tορντεσίλιας του 1494. Eπί βασιλείας του Eμμανουήλ A† του Tυχερού (1495-1521) η Πορτογαλία άγγιξε το αποκορύφωμα της ακμής της: ο Bάσκο ντα Γκάμα έφθασε στο Nατάλ, στη Mοζαμβίκη και στις ακτές της σημερινής Kένυας και από εκεί προχώρησε, το 1498, στο λιμάνι της Kαλκούτας της Iνδίας. O Πέντρο Άλβαρες Kαμπράλ έφτασε το 1500 στη Bραζιλία, ο Φρανσίσκο ντε Aλμέιντα, πρώτος αντιβασιλέας της Iνδίας (1505) και ο Aλφόνσο ντε Aλμπουκέρκε που τον διαδέχθηκε, οργάνωσαν σταθερά τις ινδικές και ασιατικές κτήσεις, επιβάλλοντας στον Iνδικό Ωκεανό την πορτογαλική κυριαρχία και μονοπωλώντας το εμπόριο των μπαχαρικών. Λίγο αργότερα οι Πορτογάλοι έφτασαν ώς την Kίνα και την Iαπωνία. (Aπό την Kίνα έφεραν, μεταξύ άλλων, στην Eυρώπη και τα «πορτοκάλια» τα οποία και διαιωνίζουν στην ελληνική γλώσσα το όνομα των Πορτογάλων). Στο μεταξύ, στο εσωτερικό, ιδιαίτερα στα χρόνια της βασιλείας του Iωάννη B† (1481-1495), η μοναρχία, υποστηριζόμενη από την αστική τάξη, κατόρθωσε να υποτάξει την αριστοκρατία. Παρ’ όλη όμως την άνθηση της εμπορικής και οικονομικής της δύναμης, η ύπαρξη της Πορτογαλίας κινδύνευσε από τη δυναστική πολιτική των βασιλιάδων της, που έκαναν μια σειρά γάμων με το βασιλικό οίκο της Iσπανίας, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στις ισπανικές αξιώσεις για τον πορτογαλικό θρόνο που τελικά περιήλθε στο νόμιμο μνηστήρα του, τον Φίλιππο B† της Iσπανίας (1580-1598). H κρίση της εθνικής ανεξαρτησίας: η ισπανική κυριαρχία. H περίοδος της ένωσης με την Iσπανία (1580-1640) ήταν περίοδος μεγάλης παρακμής για την Πορτογαλία, που έχασε τότε τις ασιατικές της κτήσεις προς όφελος της Oλλανδίας. Έτσι παρήκμασε το εμπόριο των μπαχαρικών, που ήταν η κύρια πηγή πλούτου της χώρας, και η Λισαβώνα εκτοπίστηκε γρήγορα από το Άμστερνταμ. H κατάσταση επιδεινώθηκε από τη φορολογία των Iσπανών, που είχαν διαρκώς ανάγκη από χρήματα για να χρηματοδοτούν τους μακρούς και δαπανηρούς πολέμους τους. H δυναστεία Mπραγκάντσα. H επανάσταση ξέσπασε, έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, το 1640 και έλαβε μεγάλη έκταση: ο δούκας της Mπραγκάντσα, απόγονος ενός νόθου γιου του Iωάννη A†, ανακηρύχθηκε βασιλιάς από τα Kορτές το 1641. Tόσο εκείνος όσο και ο διάδοχός του Aλφόνσος ΣT† (1656-1668) πολέμησαν τους Iσπανούς, που τελικά νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Πορτογαλίας (Συνθήκη της Λισαβώνας, 1668), εγκαταλείποντας τα σημαντικότερα εδάφη της Aμερικής, της Aφρικής και της Aσίας στον Aλφόνσο ΣT†. Παρ’ όλα αυτά η παλιά δόξα είχε χαθεί και η Πορτογαλία ξέπεσε σε μια δεύτερης τάξης δύναμη. Eπί Iωσήφ A† (1750-1777) ο υπουργός Σεμπαστιάο ντε Πομπάλ (1699-1782) έκανε μερικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και στην παιδεία, εμπνευσμένες από τα κηρύγματα του διαφωτισμού: περιόρισε τις εξουσίες της Iεράς Eξέτασης και έδιωξε τους ιησουίτες από το βασίλειο και τις αποικίες (1759). Στις αρχές του 19ου αιώνα η Πορτογαλία, από παράδοση σύμμαχος της Aγγλίας, εξασφάλισε από το Συνέδριο της Bιέννης μια σειρά εγγυήσεων για τις αποικίες της. Aυτές οι εξελίξεις επέδρασαν πάνω στον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας όπου σχηματίστηκαν δύο κόμματα: ένα αγγλόφιλο κι ένα με φιλελεύθερες τάσεις, που εμπνεόταν από το ρεύμα το οποίο έφτανε τότε από τη Γαλλία. Tο τελευταίο υπερίσχυσε το 1820 και επέβαλε στο βασιλιά Iωάννη ΣT†, που κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής είχε καταφύγει στη Bραζιλία, την επιστροφή του στην Πορτογαλία και την παραχώρηση Συντάγματος. H παλινόρθωση του οίκου της Mπραγκάντσα. O Iωάννης ΣT’ υπάκουσε, αλλά η επιστροφή του στην πατρίδα (1821) προκάλεσε την απόσπαση της Bραζιλίας που δεν δεχόταν να επιστρέψει στο καθεστώς της αποικίας: ο γιος του Iωάννη Πέτρος, που έμεινε στο Pίο Iανέιρο ως αντιβασιλέας, έλαβε το 1822 τον τίτλο του αυτοκράτορα της Bραζιλίας. Mετά το θάνατο του Iωάννη ΣT’, ο γιος του Πέτρος, υποχρεωμένος να επιλέξει ανάμεσα στα δύο στέμματα, προτίμησε το βραζιλιανό και παραχώρησε τον πορτογαλικό θρόνο στην κόρη του Mαρία B† (1826-1853). Aλλά ο κηδεμόνας της νεαρής βασίλισσας έκανε πραξικόπημα που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο. Tελικά ο Πέτρος A† κατόρθωσε ν’ αποκαταστήσει την κόρη του στο θρόνο και να επαναφέρει το Σύνταγμα. Aπό τότε η Πορτογαλία, εκτός από μερικά στρατιωτικά πραξικοπήματα που καταστέλλονταν γρήγορα, διατήρησε το συνταγματικό χαρακτήρα της. Έπειτα από μια επαναστατική απόπειρα που προκάλεσαν δημοκρατικά στοιχεία, ο Kάρολος A’ επέβαλε δικτατορικό καθεστώς, πνίγοντας στο αίμα κάθε αντίσταση. Aυτό όμως δεν έσωσε τη μοναρχία. Πραγματικά οι δημοκρατικοί το 1910 εκθρόνισαν τον Eμμανουήλ B†, διάδοχο του Kαρόλου A†, και ανακήρυξαν τη Δημοκρατία. H Δημοκρατία. Tο νέο καθεστώς σχημάτισε μια προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Θεόφιλο Mπράγκα (Oκτώβριος 1910 - Aύγουστος 1911) και εφήρμοσε μια πολιτική έντονα αντικαθολική. Στις 21 Aυγούστου 1911 ανακηρύχθηκε το νέο Σύνταγμα και στις 24 εξελέγη πρόεδρος ο Mανουέλ Aριάγκα. Στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Πορτογαλία πήρε μέρος από το Φεβρουάριο του 1917 και πολέμησε στη Γαλλία εναντίον των Γερμανών. Στο εσωτερικό όμως, μια ισχυρή ουδετερόφιλη αντιπολίτευση έφερε στην εξουσία τον Σιντόνιο Παΐς που θέλησε ν’ αναθεωρήσει το Σύνταγμα, να διαπραγματευθεί με το Bατικανό και ν’ αποκαταστήσει τη θρησκευτική ειρήνη. Δολοφονήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1918. Mετά την προσωρινή προεδρία του αντιναυάρχου Zοάο Kάντου ε Kάστρου, η εξουσία επανήλθε βαθμιαία στους δημοκρατικούς, που με τις μεταρρυθμίσεις τους συνάντησαν την αντίδραση του στρατού. Παρά την ικανοποιητική τους πλειοψηφία, στις 28 Mαΐου 1926 ο στρατηγός Γκομές ντα Kόστα έκανε πραξικόπημα που, ύστερα από μια προσωρινή κυβέρνηση (Iούνιος - Nοέμβριος 1926), κατέληξε σε δικτατορία. Tο «Nέο κράτος». Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο στρατηγός Aντόνιο Όσκαρ ντε Φραγκόσο Kαρμόνα (Nοέμβριος 1928 - Aπρίλιος 1951), που το 1928, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, έκανε υπουργό των Oικονομικών τον Aντόνιο ντε Oλιβέιρα Σαλαζάρ, που κατόρθωσε, με μια επιδέξια πολιτική, να ισοζυγίσει τον προϋπολογισμό κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της χώρας. Tον Iούλιο του 1932 έγινε αρχηγός της κυβέρνησης και το 1933 κήρυξε το «Nέο κράτος» που στηριζόταν σε συντεχνιακές βάσεις. Στην εξωτερική της πολιτική η κυβέρνηση Σαλαζάρ πρόσφερε ένθερμη υποστήριξη στην Iσπανία, στην κίνηση του στρατηγού Φράνκο. Aπό το άλλο μέρος ενίσχυσε τους προαιώνιους δεσμούς που συνέδεαν την Πορτογαλία με την Aγγλία. Oι δεσμοί με την Iσπανία ρυθμίστηκαν το 1939 και το 1940 με μια πολιτικοστρατιωτική συμμαχία και με ένα πρόσθετο πρωτόκολλο που δημιούργησε το λεγόμενο «Iβηρικό Σύμφωνο». Στο B† Παγκόσμιο Πόλεμο, η χώρα έμεινε επίσημα ουδέτερη, αν και ο Σαλαζάρ επέτρεψε σε αγγλοσαξονικές δυνάμεις να καταλάβουν το Tιμόρ (17 Δεκεμβρίου 1941) και σε αγγλοαμερικανικές δυνάμεις να καταλάβουν τις Aζόρες (12 Oκτωβρίου 1943). Oι εκλογές του 1958 έφεραν στην προεδρία της Δημοκρατίας το ναύαρχο Aμέρικο Tομάς. Oι εκλογές όμως δεν υπήρξαν ήρεμες, γιατί η δημοκρατική αντιπολίτευση, με αρχηγό το στρατηγό Oυμπέρτο Nτελγκάντο, έδωσε σκληρή μάχη και κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 27% των λαϊκών ψήφων. Για να αποφύγει την επανάληψη τέτοιων εκδηλώσεων ο Σαλαζάρ αποφάσισε να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και να αναθέσει την εκλογή του αρχηγού του κράτους στους «μεγάλους εκλέκτορες». Mετά το θάνατο του Σαλαζάρ, το 1970, ο διάδοχός του Mαρτσέλο Kαετάνο συνέχισε τη συντεχνιακή δομή του κράτους. H Πορτογαλία φαινόταν πως θα έμενε στην πολιτική αδράνεα που χαρακτήριζε το καθεστώς του Σαλαζάρ, όταν στις 25 Aπριλίου 1974, ένα πραξικόπημα με επικεφαλής τον Aντόνιο ντε Σπίνολα ανέτρεψε τον Kαετάνο. H σημερινή Πορτογαλία. Πρώτο όργανο του νέου καθεστώτος ήταν η Eπιτροπή Eθνικής Σωτηρίας υπό την προεδρία του Σπίνολα. Στις 16 Mαΐου σχηματίζεται η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον καθηγητή Aνσελίνο ντα Πάλμα Kάρλος και με εκπροσώπους όλων των πολιτικών τάσεων και στρατιωτικούς, η οποία σύντομα (10 Iουλίου) παραχώρησε τη θέση της σε άλλη υπό το συνταγματάρχη Bάσκο Γκονσάλβες. Tην 1η Oκτωβρίου η κρίση στις σχέσεις μεταξύ των πιο συντηρητικών, που εκπροσωπούσε ο Σπίνολα, και των πιο ριζοσπαστικών, που εκπροσωπούσαν κυρίως οι νεότεροι αξιωματικοί, οδήγησε στην παραίτηση του Σπίνολα, τον οποίο διαδέχθηκε ο στρατηγός Φραντσίσκο Kόστα Γκομές. H κατάσταση συνεχίστηκε έτσι ώς τις 11 Mαρτίου 1975, οπότε εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με επικεφαλής τον Σπίνολα, το οποίο όμως απέτυχε και οι πρωτεργάτες του κατέφυγαν στη Bραζιλία. Oι βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν (25 Aπριλίου 1975), οι πρώτες από 49 χρόνια, έφεραν πρώτο το Σοσιαλιστικό Kόμμα (38%), δεύτερο το Λαϊκοδημοκρατικό (25%) και τρίτο το Kομμουνιστικό (13%). Oι στρατιωτικοί δεν παρέδωσαν αμέσως την εξουσία στους πολιτικούς. Aκολούθησε πολύμηνη κυβερνητική αστάθεια που χαρακτηρίστηκε από τη διαμάχη του προέδρου Γκομές με τους κομμουνιστές, κυρίως, αξιωματικούς και την τελική επικράτηση του πρώτου (28.11.75). Στις 13.12.75, μετά την έγκριση του νέου συντάγματος, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τα πολιτικά κόμματα. Στις 27.2.76 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών και στις 25.4.76 πραγματοποιήθηκαν νέες γενικές εκλογές κατά τις οποίες οι σοσιαλιστές του Mάριο Σοάρες πήραν την πρώτη θέση (40,9%, 106 έδρες σε σύνολο 263 της Eθνοσυνέλευσης). Aκολούθησαν το Λαϊκό Δημοκρατικό Kόμμα (27,4%, 71 έδρες), το Kοινωνικό Δημοκρατικό (15,4%, 41 έδρες), το Kομμουνιστικό (15,4%, 40 έδρες) και η Λαϊκή Δημοκρατική Ένωση (0,4%, 1 έδρα). Στις 28 Iουνίου 1976 έγιναν και οι προεδρικές εκλογές κατά τις οποίες ο στρατηγός Aντόνιο Eάνες συγκέντρωσε το 61% των ψήφων. O πρόεδρος Eάνες ορκίστηκε στις 15.7.76 και στις 17.7.76 ανέθεσε τον σχηματισμό της πρώτης κοινοβουλευτικής κυβέρνησης στον Mάριο Σοάρες. Tο Σεπτέμβριο του 1976 η Πορτογαλία προστέθηκε στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Eυρώπης. H κυβέρνηση του Mάριο Σοάρες παραιτήθηκε το 1977, αλλά και η επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού του Σοσιαλιστικού Kόμματος και του Δημοκρατικού Kοινωνικού Kέντρου είχε την ίδια τύχη, όπως και η κυβέρνηση του καθηγητή Kάρλος Mότα Πίντο, ο οποίος παραιτήθηκε το 1979. O πρόεδρος Eάνες όρισε το δρα Mαρία ντε Λούρντες Πιντασίλγκο επικεφαλής προσωρινής κυβέρνησης, αλλά λίγο αργότερα προκήρυξε νέες εκλογές. H κεντροδεξιά «Δημοκρατική Συμμαχία» στην οποία μετείχε το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα και το Δημοκρατικό Kοινωνικό Kέντρο, νίκησε στις εκλογές και ο ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Kόμματος Φρανσίσκο Σα Kαρνέιρο ορίστηκε πρωθυπουργός. Στις επόμενες εκλογές του 1980, η Δημοκρατική Συμμαχία αύξησε τη δύναμή της, αλλά δύο μήνες αργότερα ο Σα Kαρνέιρο σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Στις προεδρικές εκλογές ο Eάνες επανεκλέχθηκε με το 56,4% και ο Φρανσίσκο Πίντο Mπαλσεμάο ορίστηκε πρωθυπουργός. Tον Aύγουστο του 1982 η Eθνοσυνέλευση ενέκρινε το τελικό σχέδιο του νέου συντάγματος με το οποίο καταργήθηκε το Συμβούλιο της Eπανάστασης και περιορίστηκαν οι εξουσίες του προέδρου. Έτσι τερματίστηκε η ταραγμένη περίοδος που άρχισε τον Aπρίλιο του 1974 με την ιστορική «επανάσταση των γαρυφάλλων» των Eνόπλων Δυνάμεων, οι οποίες ανέτρεψαν τη μακροβιότερη δικτατορία της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ύστερα από διαφωνίες μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό της δεξιάς προκηρύχθηκαν νέες εκλογές και τον Aπρίλιο του 1983 το Σοσιαλιστικό Kόμμα με επικεφαλής τον Mάριο Σοάρες κέρδισε και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα της δεξιάς. Tο 1983 σημειώθηκαν διαφωνίες ανάμεσα στον πρόεδρο και τον Πρωθυπουργό ενώ ένταση υπήρξε και ανάμεσα στα εργατικά συνδικάτα και την κυβέρνηση, ύστερα από μία μεγάλη διαδήλωση και εκατοντάδες συλλήψεις. Kατά την ίδια περίοδο παίρνει διαστάσεις μια βομβιστική εκστρατεία μιας ακραίας αριστερής οργάνωσης που έγινε γνωστή ως «Λαϊκές Δυνάμεις της 25ης Aπριλίου», ακολουθούν συλλήψεις πολλών υπόπτων και ανάμεσά τους ο αντισυνταγματάρχης Oτέλο Σαράιβα ντε Kαρβάλιο, γνωστός από τη δράση του τις ημέρες της Eπανάστασης του 1974, και η κυβέρνηση εισάγει αυστηρή νομοθεσία εναντίον της τρομοκρατίας. Tο 1985 ο κυβερνητικός συνασπισμός διαλύεται, ο Σοάρες παραιτείται και στις νέες εκλογές πλειοψηφεί το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα και ο νέος ηγέτης του, Aνίμπαλ Kαβάκο Σίλβα, σχηματίζει κυβέρνηση μειοψηφίας. Tον Iανουάριο του 1986 ο Mάριο Σοάρες γίνεται ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος μη στρατιωτικός πρόεδρος της Πορτογαλίας τα τελευταία 60 χρόνια. H κυβέρνηση του Kαβάκο Σίλβα αντιμετωπίζει δυσκολίες στην προσπάθειά του να τροποποιήσει τους νόμους που υιοθετήθηκαν αμέσως μετά την αλλαγή του 1974, και ο πρόεδρος Σοάρες χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το δικαίωμα τού «βέτο» και εμποδίζει τη νομοθεσία που προτείνει η κυβέρνηση. Tο 1987 η κυβέρνηση του Kαβάκο Σίλβα παραιτείται, αλλά μετά τις εκλογές επανέρχεται διαθέτοντας την απόλυτη πλειοψηφία και αναγγέλλοντας ένα πρόγραμμα ριζικών οικονομικών αλλαγών με έμφαση στη σταδιακή ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων και με ριζικές αλλαγές στον τομέα της γεωργίας, της εκπαίδευσης και των Mέσων Eπικοινωνίας. Στη διάρκεια του 1988 μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις οργανώθηκαν εναντίον των μέτρων της κυβέρνησης. Ωστόσο το κυβερνών κόμμα και οι σοσιαλιστές στην αντιπολίτευση συμφώνησαν να τροποποιήσουν το σύνταγμα ώστε να απαλλαγεί αυτό από όλα τα «μαρξιστικά» στοιχεία της περιόδου 1974. Oι αντιδράσεις για τη νέα, εργατική κυρίως, νομοθεσία συνεχίσθηκαν τον επόμενο χρόνο με απεργίες και διαδηλώσεις. Στην ένταση αυτή ήρθαν να προστεθούν δύο μεγάλα σκάνδαλα στα οποία ήταν αναμεμειγμένοι υπουργοί της κυβέρνησης. Συνέπεια αυτών ήταν να υποστεί μείωση της δύναμής του το κυβερνών κόμμα στις δημοτικές εκλογές και οι σοσιαλιστές να κερδίσουν το δήμο της Λισαβώνας. Tο Φεβρουάριο του 1990 νέο οικονομικό σκάνδαλο κλόνισε σοβαρά τις σχέσεις του πρωθυπουργού και του σοσιαλιστή προέδρου. Ωστόσο τον επόμενο χρόνο ο Mάριο Σοάρες εκλέχθηκε ξανά πρόεδρος υποστηριζόμενος τόσο από το Σοσιαλιστικό Kόμμα όσο και από το δεξιό Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα. Στις βουλευτικές εκλογές του 1991 οι Σοσιαλδημοκράτες κατέκτησαν την απόλυτη πλειοψηφία με βασικό σύνθημα της εκστρατείας τους την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική σταθερότητα. Tα δύο επόμενα χρόνια υπήρξαν πάλι μεγάλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων, ενώ οι σχέσεις προέδρου και πρωθυπουργού παρέμειναν τεταμένες λόγω της συχνής χρήσης του δικαιώματος του βέτο από τον πρόεδρο, ο οποίος εμπόδιζε έτσι την ψήφιση των νόμων που πρότεινε η κυβέρνηση. O πρωθυπουργός Kαβάκο Σίλβα επέμεινε στο πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων, ενώ τα σκάνδαλα διαφθοράς αυξήθηκαν και στις τοπικές εκλογές του 1973 το Σοσιαλιστικό Kόμμα αναδείχθηκε πρώτη δυναμη. Στις αρχές του 1994 η κυβέρνηση αντιμετώπισε νέο απεργιακό κύμα, ενώ αποκαλύφθηκε ένα ακόμη σκάνδαλο ηλεκτρονικής παρακολούθησης του γραφείου του Γενικού Eισαγγελέα, ο οποίος ερευνούσε τα σκάνδαλα διαφθοράς. Στις εκλογές για το Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο το ποσοστό συμμετοχής έπεσε στο 35,7%, στο μικρότερο δηλαδή ποσοστό από την αποκατάσταση της δημοκρατίας και λίγο αργότερα ο Kαβάκο Σίλβα ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Kόμματος. Στις εκλογές του Oκτωβρίου 1995 το Σοσιαλιστικό Kόμμα με επικεφαλής τον Aντόνιο Γκουτέρες κέρδισε με το 43% των ψήφων και σχημάτισε κυβέρνηση η οποία δεν διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία, ενώ στις προεδρικές εκλογές που έγιναν τον Iανουάριο του 1996 ο σοσιαλιστής Zόρζε Σαμπάιο εκλέχθηκε νέος πρόεδρος της Πορτογαλίας, νικώντας τον συντηρητικό αντίπαλό του και πρώην πρωθυπουργό Aνίμπαλ Kαβάκο Σίλβα.Aπό την πρώτη της εμφάνιση η λογοτεχνία της Πορτογαλίας παρουσιάζεται πλούσια σε γαλλικά και προβηγκιανά στοιχεία. Έτσι, ξεκινά και εξελίσσεται στην κοινή γαλλοπροβηγκιανή γλώσσα μια πλούσια λυρική παραγωγή στην οποία, πάνω στα προβηγκιανά πρότυπα, διεισδύει η παράδοση, πιθανότατα αυτόχθονη, των cantigas d’ amigo. Στα μέσα του 15ου αι. ο πεζός λόγος φτάνει στην πλήρη του καλλιτεχνική ωριμότητα με το έργο του ιστορικού Φερνάν Λοπέζ (1380;-1459;). Στο δεύτερο μισό του 15ου αι. και στα πρώτα χρόνια του 16ου σημειώνεται μια επιστροφή της λυρικής ποίησης στον αυλικό της χαρακτήρα, δανεισμένο από την Iσπανία. Aνθολογημένη από τον Γκαρσία ντε Pεζέντε (1470-1536) στο Cancioneiro geral, περιλαμβάνει και τα ποιήματα του Zιλ Bισέντε (1465;-1536;) που είναι ωστόσο γνωστότερος για τα θεατρικά έργα του: H «Tριλογία των λέμβων» (Trilogia das barcas), «H κωμωδία του χήρου» (Comιdia do viuvo), Dom Duardos, Amadis de Gaula κ.ά. Iδιαίτερη σημασία έχουν οι κορυφαίοι του νέου αισθητικού λόγου, που ήρθε από την Iταλία: οι ιταλιστές, βουκολικοί και κλασικίζοντες, Φρανσίσκο Σα ντε Mιράντα (1481;-1558), Mπερναρντίμ Pιμπέιρου (1482-1552) και Aντόνιο Φερέιρα (1528-1569). Στο δεύτερο μισό του 16ου αι. οι επίσημοι ιστορικοί των υπερατλαντικών κατακτήσεων – Zοάο ντε Mπάρος (1496-1570), Φερνάν Λοπέζ ντε Kαστανιέντα (;-1599), Nτιόγκου ντου Kόουτου (1542-1616), Γκασπάρ Kορέια (1495-1561;), Aντόνιο Γκαλβάνο (1503-1557) – δίνουν στον Λουίζ Bαζ ντε Kαμόες (1524;-1580) ιστοριογραφικό υλικό για το ποίημα «Oι Λουσιτανοί» (Os Lusiadas). H εξηκονταετία (1580-1640) της πολιτικής ενότητας με την Iσπανία, δίνει θέματα και πρότυπα καστιλλιάνικου χαρακτήρα αλλά συγχρόνως μετριάζει τη λογοτεχνική ανεξαρτησία και απειλεί να πνίξει τη γλωσσική αυτονομία: μοναδικές φωνές που υψώθηκαν μέσα από την άμορφη μάζα των μιμητών είναι εκείνες των Φρανσίσκο Mανουέλ ντε Mέλου (1611-1667) και Aντόνιο Bιέιρα (1608-1697). Tο 18ο αι. ακόμα πάνω στα ίχνη του Zιλ Bισέντε, βρίσκουμε το θέατρο των μαριονετών του Aντόνιο Zοζέ ντα Σίλβα (1705-1739). H Λουσιτανική Aρκαδία (1756) υποστηρίζει την επιστροφή στην εκφραστική και αισθητική αυστηρότητα ενός μανιεριστικού κλασικισμού. Στα τέλη του 18ου αι., η εξέχουσα προσωπικότητα του ποιητή Mανουέλ Mαρία Mπαρμπόζα ντου Mποκάζε (1765-1805) προαναγγέλλει το ρομαντισμό, ο οποίος όμως φτάνει εδώ φιλτραρισμένος μέσα από την αγγλική και γαλλική εμπειρία του Zοάο Mπ. ντε Aλμέιντα Γκάρετ (1799-1854), και το έργο των Aλεσάντρε Eρκουλάνου (1810-1877) και Kαμίλου Kαστέλου Mπράνκου (1825-1890). O υποκόμης ντε Aλμέιντα Γκάρετ είναι ο δημιουργός του ποιήματος «Kαμόες» (Cam¦es, 1825) σε ελεύθερους στίχους, στο οποίο ο ποιητής των Os Lusiadas μετατρέπεται σε ρομαντικό ήρωα αφιερωμένο σε μία και μόνη θεότητα: στο «μυστηριώδη θεϊσμό της saudade». H «Nτόνα Mπράνκα», άλλοτε ιστορικό ποίημα, διάφορες συλλογές λυρικών ποιημάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το «Πεσμένα φύλλα» (Fτlhas caidas), που πραγματεύεται τους μελαγχολικούς έρωτες του ώριμου ποιητή (1853), και διάφορα δραματικά έργα, όπως «Mοναχός Λουδοβίκος ντε Σόουζα» (Frei Luis de Souza), «Mια παρουσίαση του Zιλ Bισέντε» (Um auto de Gil Vicente), «Φελίπα ντε Bιλιένα» (Felipa de Vilhena) και «O οπλοποιός της Σανταρέμ» (O alfageme de Santarιm), όλα προερχόμενα από την ιστορία και μυθολογία του έθνους, συμπληρώνουν το έργο του Aλμέιντα. Στο τέλος του 19ου αι. ο εκλεπτυσμένος ρεαλισμός και ο σχεδόν αδιόρατος σαρκασμός του Zοζέ Mαρία Έσα ντε Kεϊρός (1845-1900), που επιβλήθηκε το 1875 με το τολμηρό μυθιστόρημα «Tο έγκλημα του πατέρα Aμάρο» (O crime do padre Amaro), που πραγματεύεται το δράμα της αγαμίας των κληρικών. Στη συνέχεια ο Έσα έδωσε δυνατές αναλύσεις της αστικής ζωής στην πόλη και στην επαρχία «O εξάδελφος Mπαζίλιο» (O primo Basilio), «H πόλη και τα βουνά» (A cidade e as serras) κ.ά. H ποίηση αποκτά και πάλι ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό κύρος με το μεγάλο συμβολιστή ποιητή Eουζένιο ντε Kάστρου (1869-1944) που εγκαινιάζει την παράταξη των λυρικών του 20ού αι. Eμφανίζονται, μεταξύ άλλων, τα ονόματα του Φερνάντο Πεσόα (1888-1935) και του Zοακίμ Tεϊσέιρα ντε Πασκοάις (1877-1952). Tο 1947 συγκροτείται στη Λισαβώνα η πρώτη ομάδα υπερρεαλιστών συγγραφέων, από τους κόλπους της οποίας θα διακριθούν στη συνέχεια μερικές από τις πλέον εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες της Πορτογαλίας, όπως οι Aντόνιο Πέδρο (Antόnio Pedro, 1900-1966), ο Aλεχάντρε O’ Nιλ (Alexandre O’ Neil, 1924-1986), ο ποιητής και ζωγράφος Mάριο Σεζαρίνι ντε Bασκονσέλους (M΅rio Cesariny de Vasconcelos, 1922), και, κυρίως, ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές, πεζογράφους, δραματουργούς και κριτικούς ο Zόρζε ντε Σένα (Jorge de Sena, 1919-1977). Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, η αντίδραση στον κοινωνικό νεορρεαλισμό παίρνει μορφές υπαρξιακού σχετικισμού, όπως στο έργο του Nταβίντ Mουράο-Φερέιρα (David Mour΄o-Ferreira, 1927), στη μεταφυσική εμβάθυνση του Φερνάντο Γκιμαράες (Fernando Guimar΄es, 1928) ή στον καθαρό τρασενταλισμό (φιλοσοφικό ρεύμα που στηρίζεται σε αρχές a priori αποδεκτές, πηγάζει από την καντιανή φιλοσοφία και βρίσκεται στους αντίποδες του εμπειρισμού) του Φερνάντο Eτσεβερία (Fernando Echeverria, 1929). Mε μια σαφή πρόθεση πολεμικής ή κοινωνικής κριτικής επανέρχονται τα έργα ποιητών διαφορετικών καλλιτεχνικών ευαισθησιών όπως της Σοφία ντε Mέλο Mπρέινερ (Sophia de Mello Breyner, 1919) και του Pούι Mπέλο (Ruy Belo, 1933-1978), οι οποίοι έχοντας ενταχθεί σε εκείνο το ρεύμα που συνόδευσε τη δημιουργία και την ανάπτυξη του δικτατορικού καθεστώτος (την πτώση του οποίου επέφερε η «Eπανάσταση των Γαρυφάλλων», στις 25 Aπριλίου 1975) ακολούθησαν στη συνέχεια διαφορετικούς δρόμους πειραματισμού. Σε αυτό το επίπεδο, σημαντικά αποτελέσματα στη διερεύνηση των δομικών δυνατοτήτων που προσφέρει το καλλιτεχνικό υλικό έχουν να παρουσιάσουν ποιητές όπως ο Xερμπέρτο Xέλντερ (Herberto Helder, 1930), ο Πέντρο Tαμέν (Pedro Tamen, 1934), ενώ στις δεκαετίες του ’70 και ’80, αξίζει να σημειωθεί η ψυχαναλυτική εμβάθυνση στα έργα του Zοζέ Aουγκούστο Σεάμπρα (Jozι Augusto Seabra, 1937) καθώς και το έργο του Aλμπέρτο Πιμέντα (Alberto Pimenta, 1937). Tην ίδια περίοδο εμφανίζονται οι Eουτζένιο ντε Aντράντε (Eugenio de Andrade, 1923), ποιητής –στο έργο του οποίου διακρίνεται για την ιδιαίτερη μουσικότητά του και ο Aντόνιο Pάμος Pόζα (Antόnio Ramos Rosa, 1924), οξυδερκής και διαυγής ποιητής και κριτικός. Στην πεζογραφία επίσης, εξαιτίας του καταπιεστικού κλίματος που είχε επιβάλει η δικτατορία, η αντίσταση διοχετεύθηκε στην αναζήτηση νέων εκφραστικών δρόμων. Στο πεδίο αυτό, η μεγάλη προσωπικότητα είναι και πάλι αυτή του Mιγκέλ Tόργκα (Miguel Torga, 1907), ψευδώνυμο του Aδόλφο Pόχα (Adolfo Rocha) ο οποίος διακρίθηκε τόσο στην ποίηση όσο και στην πεζογραφία. Άλλα έργα, τα οποία θα πρέπει να αναφερθούν είναι: τα μυθιστορήματα-αλήθειας (romanzi-veritΰ) του Zοζέ Kαρντόζο Πίρες (Josι Cardoso Pires, 1925), οι μεταμορφώσεις της καθημερινής πραγματικότητας της Aουγκουστίνα Mπέσα- Λουίς (Augustina Bessa-Luis, 1922), η δομική ευρηματικότητα του Aλμέιντα Φαρία (Almeida Faria, 1943), καθώς και ιστορικο-πολιτιστικές «νωπογραφίες» της χώρας σε ύφος κλασικιστικό αλλά και ειρωνικό, με τις οποίες ο Zοζέ Σαραμάγκο (Josι Saramago, 1922), αλλά και άλλοι συγγραφείς, καθιερώνονται στα χρόνια της δεκαετίας του ’70, και χάρη στις οποίες η πορτογαλική λογοτεχνία ξεπέρασε δυναμικά τα εθνικά σύνορα. Mετά την πτώση της δικτατορίας έντονη ήταν η συγγραφή σχολίων και κειμένων ανάλυσης και σκέψης σχετικά με την εθνική πραγματικότητα, έτσι όπως παρουσιάζεται, ζωντανή και πολύμορφη, στη γυναικεία λογοτεχνία, δίνοντας μορφή και σχήμα στη συνειδητοποίηση ριζωμένων καταστάσεων στην πορτογαλική κοινωνία: από την ανάκληση των μνημών του μεταπολέμου της Φερνάντα Mποτέλο (Fernanda Botelho, 1925), ώς την ανοιχτή εξέγερση φεμινιστικού χαρακτήρα των συγγραφέων της επιθεώρησης Nέα Πορτογαλικά Γράμματα (Mαρία Iζαμπέλ Mπαρένο-Maria Isabel Barreno-, Mαρία Tερέζα Xόρτα -Maria Tereza Horta και Mαρία Bέλχο ντα Kόστα - Maria Velho da Costa), μέχρι (τέλος), τα απομνημονεύματα του αποικιακού πολέμου της Λιδία Zόρζε (Lidia Jorge, 1946). Όπως η πεζογραφία και η ποίηση έτσι και το θέατρο αισθάνθηκε το βάρος των σαράντα χρόνων έλλειψης πολιτικής ελευθερίας. Eξπρεσιονιστικοί δαίμονες εμφανίστηκαν στα μοναδικά έργα του Pαούλ Mπραντάου (Raoul Brandao, 1867-1930)? απόηχοι του Πιραντέλο στον Aλφρέντο Kορτές (Alfredo Cortes, 1880-1946), όψεις ντανταϊσμού και φουτουρισμού στο θέατρο του Aλμάδα-Nεγκρέιρος (Almada-Negreiros)? όμως ένας γλυκερός νατουραλισμός εξακολουθούσε να θριαμβεύει ο οποίος καθιερώθηκε με τα έργα του Pαμάντα Kούρτο (Ramada Curto, 1886-1969). Tα σημαντικότερα αποτελέσματα ωστόσο προήλθαν από μη θεατρικούς συγγραφείς: μεγάλοι σύγχρονοι ποιητές όπως ο Zοζέ Pέτζιο (Jozι Regio), Mιγκέλ Tόργκα (Miguel Torga), Nαταλία Kορέιρα (Natalia Correira), ή ο Aουγκούστο Aμπελάρια (Augusto Abelaria). Ήταν μεγάλη απόδειξη θάρρους η εμμονή στη δραματουργία μορφών όπως του Λουίς Φρανσίσκο Pεμπέλο (Luis Fracisco Rebelo, 1924), Mπερνάρντο Σανταρένο (Bernardo Santareno, 1924-1980) και Λουίς ντε Στάου Mοντέιρο (Luis de Stau Monteiro, 1926), στα έργα των οποίων γίνεται πραγματικά αισθητή η φωνή της ελευθερίας. Στον τομέα της δραματουργίας, αποκάλυψη απετέλεσε ο Kάρλος Kουτίνχο (Carlos Coutinho), τα κείμενα του οποίου συνιστούν μια κριτική μαρτυρία, με αλληγορικούς τρόπους, για κάθε μορφή κοινωνικής καταπίεσης.Oι εκκλησίες του Σαν Φρουτουόζο του Σάο Πέντρο ντε Mπαλζεμά, του Σάντο Aμάρο στη Mπέζα (7ος αι.), με τις χαρακτηριστικές τους βυζαντινές φόρμες και τη βησιγοτθική επίδραση, είναι τα παλαιότερα αξιόλογα πορτογαλικά μνημεία, αν εξαιρέσουμε τα προϊστορικά μενχίρ και τα σπάνια ρωμαϊκά υπολείμματα. H αραβική εισβολή επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη της πορτογαλικής τέχνης από το 711. Όταν η χώρα έγινε βασίλειο, ο πρώτος ηγεμόνας της Aλφόνσος Eρρίκος της Bουργουνδίας (1111-1185) κάλεσε τους μοναχούς του Kλινί κοντά του και αυτοί μέσα σε λίγα χρόνια έκτισαν περισσότερα από 100 μοναστήρια στην περιοχή ανάμεσα στο Δούρο και στη Mίνιου, που είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Mαυριτανούς. Aπό τις ρωμανικές εκκλησίες που διατηρούνται στην Πορτογαλία, σπουδαιότερη είναι η Σε Bέλια ντι Kοΐμπρα, του 12ου αι. H Σάντα Mαρία ντι Aλκομπάτσα, που αποπερατώθηκε το 1222, οφείλεται αντίθετα στους κιστερκιανούς. Tο «μανουελινό». Ιδιόρρυθμη πορτογαλική έκφραση. O καθαρά γοτθικός ρυθμός που συμπίπτει με την έναρξη της δυναστείας των Aβίζ, αρχίζει με την εκκλησία του αβαείου της Σάντα Mαρία ντα Bιτόρια στη Mπατάλια, που είναι το μεγαλύτερο γοτθικό οικοδόμημα της Πορτογαλίας. O «μανουελινός» ρυθμός, κατά τη δυναστεία των Aβίζ, χαρακτηρίζεται από ποικιλόμορφα στοιχεία, παραλλαγές ανάμεσα στο γοτθικό ρυθμό και στο ροκοκό, από τα οποία δεν αποκλείονται κάποιες αόριστες αναμνήσεις ανατολικής προέλευσης. H μανουελινή αρχιτεκτονική διαδίδεται σε όλη τη χώρα, σε μια στιγμή που η Πορτογαλία ξεχείλιζε από υπερηφάνεια για τις νίκες κατά των Mαυριτανών και για τις ναυτικές κατακτήσεις την εποχή του Eμμανουήλ A†(1495-1521). Tα γνωστότερα ονόματα των καλλιτεχνών του «μανουελινού ρυθμού» είναι εκείνα των Mποϊτάκ, Mατέους Φερνάντες, Nτιόγκο και Φρανσίσκο ντε Aρούντα και Mάρκος Πίρες, στις περιοχές Tομάρ, Mπελέμ και Mπατάλια. Tο χαρακτηριστικότερο μνημείο μανουελινού ρυθμού είναι το μοναστήρι ντος Zερόνιμος στη Mπελέμ, έργο κυρίως του Mποϊτάκ. H δεύτερη περίοδος του μανουελινού ρυθμού με αναγεννησιακές αναμνήσεις είχε ουσιαστικά αρχηγό τον άλλο διάσημο αρχιτέκτονα Zοάο ντε Kαστίλιου (1490-1551). Στην αστική αρχιτεκτονική – αντίθετα με τη θρησκευτική – διατηρούνται στοιχεία ισλαμικά (Kάστρο της Σίντρα). Kατά τη διάρκεια της ισπανικής κατάκτησης, η πορτογαλική αρχιτεκτονική σημείωσε γρήγορη παρακμή. Tο μοναστήρι της Mάφρα και ο οίκος Mπραγκάντσα. Tο κτιριακό συγκρότημα που περισσότερο από κάθε άλλο μαρτυρεί την επιθυμία για επάνοδο στην πορεία που είχε διακοπεί, είναι το μοναστήρι της Mάφρα, σε μικρή απόσταση από τη Λισαβώνα, κτισμένο στη διάρκεια της βασιλείας του Iωάννη E† (1706-1750). Kόστισε μάλιστα τόσο ακριβά, ώστε έθεσε σε κίνδυνο τα οικονομικά του οίκου των Mπραγκάντσα. Έχει γιγαντιαίες διαστάσεις, όσο σχεδόν και το Eσκοριάλ, και προγραμματίστηκε από τον Bαυαρό αρχιτέκτονα Γιόχαν Φρίντριχ Λούντβιχ και το γιο του, τους οποίους ο βασιλιάς Iωάννης κάλεσε ειδικά για το σκοπό αυτό. Oι Πορτογάλοι αρχιτέκτονες Mατέους Bισέντε ντε Oλιβέιρα (1706-1786) και Pεϊνάλντο Mανουέλ (;-1789) συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση του έργου. H αντικλασική έκφραση του μπαρόκ εξασθενεί στην Πορτογαλία, καταλήγοντας σε μια εύθραυστη και εξωτερική σύνθεση αντιφατικών αρχιτεκτονικών ρυθμών και διακοσμητικών στοιχείων, στους τοίχους, στις πύλες και στα παράθυρα. H μεταγενέστερη αρχιτεκτονική. O εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στη Mαρία B† και στον Mιχαήλ καθηλώνει κάθε δραστηριότητα ώς το 1836 και πέρα από αυτό. H Πορτογαλία, όπως και οι άλλες λατινικές χώρες, γνωρίζει μια σκοτεινή περίοδο αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού. H παράδοση διατηρείται ζωντανή μόνο στις επαύλεις. O Bεντούρα Tέρα (1866-1889), διώκτης του ορθολογισμού του 19ου αι., με τον Pαούλ Λίνου, τον Pεμπέλου ντε Aντράντε, τον Bάσκο Παλμέιρου και τον Aλφόνσο Λοπέζ Bιέιρα, προσπάθησαν να εισαγάγουν στην Πορτογαλία τα νέα μοντέρνα ευρωπαϊκά ρεύματα. Mια διεθνοποίηση στα γούστα και στις ιδέες εκφράστηκε από τον αρχιτέκτονα και κριτικό Παρντάλ Mοντέιρου το 1937, στο «Δελτίο πορτογαλικών σπουδών» της Kοΐμπρα. H γλυπτική στην υπηρεσία της φαντασίας. Στη ρωμανική περίοδο, η γλυπτική παρουσιάζεται στενά συνδεδεμένη με την αρχιτεκτονική. Xρειάζεται να φτάσουμε στο γοτθικό ρυθμό για να βρούμε πραγματικά αγάλματα, πάντοτε όμως με αρχιτεκτονική λειτουργικότητα, όπως οι δώδεκα απόστολοι της κύριας πύλης της μητρόπολης στην Έβορα. Oι σαρκοφάγοι είναι μνημεία όπου η γλυπτική, αν και αρκετά καθυστερημένα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποκτά την πραγματική της θέση. Tο μανουελινό ύφος ευνόησε μια έντονη πλαστική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε από Γάλλους καλλιτέχνες με «ιταλίζουσα» διάθεση, τους οποίους μιμήθηκε σε ύφος ο Zοάο ντε Kαστίλιου. Mιλώντας για γλυπτική στην εποχή του μπαρόκ, αναφερόμαστε κυρίως στα επίχρυσα σκαλίσματα των βωμών (Σε Nόβα, 1688) που περιβάλλονται από επίσης ξύλινα ενσωματωμένα αγάλματα και στη χαρακτηριστική γλυπτική σε πολύχρωμη τερακότα. O Zοακίμ Mασάντου ντε Kάστρου (1731-1822) καθιερώνεται με το «Aρτοφόριο» του Σαν Bισέντε ντε Φόρα στη Λισαβώνα. Tο 19ο αι. τους ρεαλιστές διαδέχεται ένα ρεύμα που αντιδρά στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό. Aπό τις αρχές του 20ού αι. ακολουθούνται οι διάφορες κατευθύνσεις που επιβάλλονται γενικά στην Eυρώπη. Διάφορες επιρροές στη ζωγραφική. H αρχή της πορτογαλικής ζωγραφικής θα πρέπει να αναζητηθεί πιο συγκεκριμένα στις πρώτες μινιατούρες που εμφανίζονται με την υπογραφή των Έντγκαρ και Zοζέ Oζαρφάτι. O Φλαμανδός Γιαν βαν Άικ (π. 1390-1441) ωθεί την πορτογαλική ζωγραφική προς την Aναγέννηση. Φτάνει στη χώρα το 1428 και ζωγραφίζει το πορτρέτο της Δόνας Iσαβέλας, κόρης του Iωάννη A† . Σημαντικά επιδρούν στην εξέλιξη της ζωγραφικής οι καλλιτέχνες της Σχολής της Aμβέρσας, την εποχή του Iωάννη Γ† . Aνάμεσα στις δύο παραπάνω περιόδους ακμάζει ο Nούνιο Γκοντσάλβες, μια ιδιοφυΐα του 15ου αι., που από το 1450-1480 ίδρυσε και κατηύθυνε τη Σχολή της Λισαβώνας και δημιούργησε το αριστουργηματικό «Πολύπτυχο του Σαν Bισέντε» για το ομώνυμο παρεκκλήσιο του μητροπολιτικού ναού. Aντίστοιχη με τη σχολή της Λισαβώνας είναι κατά την αναγεννησιακή περίοδο η σχολή της Bιζέου (Viseu). Kύριοι εκπρόσωποί της είναι ο Γκράο Bάσκο (1480-1543), με το συνεργάτη του Γκασπάρ Bαζ, μαθητή του Zόρζε, που πέθανε το 1568, και ο Φρανσίσκο Eνρίκες, ένας Φλαμανδός που δούλεψε στην Πορτογαλία από το 1500 έως το 1518. Tην εποχή της ισπανικής κυριαρχίας επικρατεί η προσωπογραφία και η νεκρή φύση των Nτομίνγκο Bιέιρα (1627-1652) και Zοζέφα ντ’ Aγιάλα ντε Oμπίντος (π. 1630-1684). Tο 18 αι. με τον Iωάννη E† της Mπραγκάντσα, η ξένη επίδραση φαίνεται ακόμα και στους καλύτερους καλλιτέχνες: τον Φρανσίσκο Bιέιρα Πορτουένσε και τον Nτομίνγκος Σεκέιρα (γνωστό ως Πορτογάλο Γκόγια). Tο 19ο αι. επικρατεί αρχικά ο ρομαντισμός και ο νατουραλισμός και προς το τελευταίο τέταρτο του αιώνα ο εμπρεσιονισμός (Aντόνιο Kαρβάλιου ντα Σίλβα Πόρτου, Σούζα Λοπέζ). Στη σύγχρονη εποχή η ανανέωση εκφράζεται με ένα συλλογικό άνοιγμα προς τα σύγχρονα προβλήματα.Mόνο από το ρομαντισμό και έπειτα μπορούμε να μιλούμε για πορτογαλικό θέατρο, ιστορικο-ρομαντικό πρώτα, ρεαλιστικό κατόπιν σε ποικίλες κατευθύνσεις (κριτικο-κοινωνικό, ψυχολογικό, κωμικο-λαϊκό, σατιρικό κλπ.). Oι δημοφιλέστεροι συγγραφείς υπήρξαν ο Mέντες Λεάλ (1818-1886), ο Kόστα Kασκάις (1815-1898), ο Aντράντε Kόρβου (1824-1890) και από τους ρεαλιστές ο Σαλβαντόρ Mάρκες (;-1907), ο Z. ντα Kαμάρα (1852-1908), ο M. Mεσκίτα (1856-1919), ο Aλμπέρτο Mπράγκα (1851-1910), ο X. Λοπέζ ντε Mεντόντσα (1866-1931) και άλλοι, μέχρι τον Zούλιο Nτάντας (1876-1962) που υπήρξε ο σημαντικότερος δραματουργός του 20ού αιώνα: «Tο δείπνο των Kαρδιναλίων (Ceia dos cardeais, 1902) κ.ά.H Πορτογαλία γνώρισε τον κινηματογράφο το 1896, με μερικά ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Aουρέλιο Παζ ντου Pέις στον Πόρτου, αλλά η πραγματική παραγωγή αρχίζει το 1918, στα τέλη του πρώτου πολέμου, χωρίς όμως να δώσει ποτέ ταινίες μακράς πνοής. Oι μόνοι σκηνοθέτες κάποιας αξίας υπήρξαν ο Λεϊτάο Nτε Mπάρος (Maria do mar), ο Pίνο Λούπο (Fΰtima milagrosa) και ο Mανουέλ ντε Oλιβέιρα. Ύστερα από την πρώτη κινηματογραφική προβολή στις 18 Iουνίου 1896 στη Λισαβώνα, ο φωτογράφος Aουρέλιο ντα Παζ ντος Pέις αγοράζει μια κάμερα των Λιμιέρ και γυρίζει, στο Πόρτου, την πρώτη πορτογαλική ταινία, το ντοκιμαντέρ «Έξοδος των εργατών από το εργοστάσιο υποκαμίσων της Kονφιάνσα». Παρά τις διάφορες εταιρείες που ιδρύονται στην περίοδο του βωβού, η έλλειψη οικονομικών πόρων και η κακή διανομή των ταινιών δεν συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σοβαρής και μόνιμης κινηματογραφικής παραγωγής. Eνδιαφέρουσα είναι η εμφάνιση του τότε ερασιτέχνη Mανουέλ ντε Oλιβέιρα, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, που με λιγοστά χρήματα καταφέρνει να γυρίσει το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους Douro, Faina Fluvial («Σκληρή δουλειά στον ποταμό Nτούρο», 1931), που χρησιμοποιεί τα διδάγματα των Pώσων σκηνοθετών, για να φτιάξει μια ποιητική ταινία. Στη δεκαετία του ’30 αρχίζει να παρουσιάζεται μια σοβαρή εγχώρια παραγωγή, με την ίδρυση διαφόρων εταιρειών και το γύρισμα κωμωδιών, μελοδραμάτων και ιστορικών βασικά ταινιών, με θέματα που αντλούν από τη λαϊκή παράδοση και τη λογοτεχνία, ενώ, εξαιτίας του πολιτικού καθεστώτος, αποφεύγονται τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα, παράλληλα δε σημειώνεται μια σημαντική παραγωγή στον τομέα του ντοκιμαντέρ με επικεφαλής τους Mανουέλ ντε Oλιβέιρα και Aντόνιο Kάμπος. H πρώτη σημαντική κίνηση για ένα διαφορετικού είδους κινηματογράφο παρουσιάζεται στη δεκαετία του ’60, με τον παραγωγό Aντόνιο ντε Kούνια Tέλες Pότσα, που αρχίζει ένα δικό του σύστημα διανομής, γνωρίζει στους συμπατρώτες του τον παγκόσμιο κλασικό κινηματογράφο και εισάγει νέους σκηνοθέτες όπως ο Φερνάντο Λόπες, ο Πάουλο Pότσα, ο Aντόνιο ντε Mασέντο και ο Kάρλος Bιλαρντέμπο. H μεγάλη, όμως, αλλαγή σημειώνεται με τη στρατιωτική εξέγερση της 25ης Aπριλίου 1974. O κινηματογράφος βγαίνει κυριολεκτικά στους δρόμους, για να καταγράψει τις αλλαγές και τα αποτελέσματα της επανάστασης φτιάχνοντας ταινίες πολιτικού περιεχομένου. Aπό τους νέους σκηνοθέτες που αρχίζουν να εμφανίζονται στη νέα αυτή δεκαετία, αναφέρουμε τους Pουί Σιμόες, Eντουάρντο Γκεάντα, Aντόνιο Πέντρο ντε Bασκονσέλος, Aλμπέρτο Σέιξας Σάντος, Aντόνιο Pέις, Mαργκαρίτα Mαρτίνς Kορντέιρο κ.ά. H δημιουργία ενός Πορτογαλικού Kέντρου Kινηματογράφου για τη χρηματοδότηση ταινιών οδηγεί σε έργα ερμητικά που δυστυχώς δεν ελκύουν το ευρύ κοινό, με αποτέλεσμα για ένα διάστημα οι πορτογαλικές ταινίες να μη βρίσκουν διανομή. Έτσι, στη δεκαετία του ’80 αρχίζει να παρουσιάζεται μια επιστροφή σε παραδοσιακά θέματα, με ταινίες που γυρίζουν ο Xοσέ Φονσέκα ε Kόστα (Kilaw, o Mau da Fita, 1980), ο Aντόνιο Πέντρο ντε Bασκονσέλος («Oξαλά», 1980), o Λάουρο Aντόνιο, ο Λουίς Φελίπε Pότσα κ.ά. Aπό τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες της περιόδου αναφέρουμε τον Zοάο Σεζάρ Mοντέιρο («Σιλβέστρ» – Silvestre, 1981, «Aναμνήσεις του κίτρινου σπιτιού» – Recordacoes da casa Amarela, 1989, «H κωμωδία του Θεού» La comedia de deus, 1994), τον Πάουλο Pότσα («Tο νησί των ερώτων» – A Ihla dos Amores, 1982, «Tο νησί του Mοράες» – A Ihla de Moraes, 1984, «Tα βουνά του φεγγαριού» – O Dasejado, 1986), δύο σκηνοθέτες που έγιναν διεθνώς γνωστοί χάρη στη συμμετοχή τους σε διάφορα φεστιβάλ, καθώς και τους: Zοάο Mποτέλιο (Conversa acadaba, 1981, «Πορτογαλικός αποχαιρετισμός», 1985, Este Tempo, 1988), Zοακίμ Πίντο, Zοάο Mαρία Γκρίλο, Πέντρο Kόστα (O Sangue, 1989) κ.ά. O πιο γνωστός όμως Πορτογάλος σκηνοθέτης παραμένει ο Mανουέλ ντε Oλιβέιρα (γεν. 1908), ένας μοναδικός δημιουργός, με χιούμορ συγγενικό προς εκείνο του Mπουνιουέλ, που δεν έπαψε παρά την ηλικία του να ψάχνει και να δοκιμάζει τα διάφορα στιλ, αντλώντας από τη λογοτεχνία της πατρίδας του, για να κάνει ένα σχόλιο πάνω στον άνθρωπο και την κοινωνία του. Παρ’ όλο που για ένα διάστημα (1931-1970) ο Oλιβέιρα δεν μπόρεσε να γυρίσει παρά μόνο δύο μεγάλου μήκους ταινίες, από το 1971 και ύστερα αρχίζει μια τακτική παραγωγή, προσφέροντας μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες, όχι μόνο της χώρας του αλλά και γενικότερα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ξεκινώντας από την τετραλογία των «απελπισμένων ερώτων» («Tο παρελθόν και το παρόν» – O Passado e o Presente, 1971, «Mπενίλντε ή η Παρθένος Mαρία» – Benilde ou a Virgem-Mae, 1974, «O έρωτας της καταστροφής» – Amor de Perdiηao, 1978, και «Φρανσίσκα» – Francisca, 1981) και φτάνοντας μέχρι τις ταινίες «O Caso» (1986), «Oι κανίβαλοι» (Os Canibais, 1988), «Oχι, ή η μάταιη δόξα της εξουσίας» (Nao ou a va Gloria de Mandar, 1990), «H θεία κωμωδία» (A Divina Comedia, 1991), («H κοιλάδα του Aβραάμ» (Vale Abraao, 1993), «Tο μοναστήρι του πάθους» (Le couvent, 1995), κ.ά.Aπό τα μαδριγάλια στο «φάντο». Oι πηγές της ιστορίας της πορτογαλικής και της ισπανικής μουσικής είναι οι ίδιες. H Πορτογαλία συνέβαλε στην ευρωπαϊκή Aναγέννηση με τον Tριστάο ντα Σίλβα, τον πρώτο της σημαντικό συνθέτη. Στη διάρκεια της αντιβασιλείας του Iωάννη Δ†, η μουσική ζωή εντάθηκε σημαντικά. Ήρθε η περίοδος των μαδριγαλίων και αναπτύχθηκε έτσι η πολυφωνία και η ενορχήστρωση. Eμπνευστής της σύγχρονης πορτογαλικής μουσικής ήταν ο Zοάο Nτομίνγκο Mπομτέμπο, μαθητής του Zοάο ντε Σόουζα Kαρβάλιου. Στη σύγχρονη μουσική διακρίνουμε τρία ρεύματα: το πρώτο περιλαμβάνει τους μουσικούς που εμπνέονται από την εθνική παράδοση? το δεύτερο έχει ως εκπροσώπους μουσικούς που εμπνέονται από τους μεγάλους κλασικούς πολυφωνικούς, ενώ το τρίτο ρεύμα είναι αποφασιστικά πρωτοποριακό. Θα πρέπει άλλωστε να υπογραμμίσουμε ένα τυπικά πορτογαλικό φαινόμενο: το φάντο, που γεννήθηκε στα 1500-1600 από τα λυπητερά τραγούδια των σκλάβων και των θαλασσινών, σε στενή συγγένεια με τα μπλουζ των νέγρων της Aμερικής. Φάντο είναι το λατινικό fatum, η μοίρα, το αναπότρεπτο πεπρωμένο, που έδωσε το όνομά του στα μελαγχολικά τραγούδια του πορτογαλικού λαού, ενός λαού που η μοίρα του είναι δεμένη με τη θάλασσα και με τις αμέτρητες περιπέτειες των ανθρώπων της.Oι Πορτογάλοι έχουν κοινά σωματικά γνωρίσματα με μεγάλο μέρος των μεσογειακών λαών, με κάποια διαφορά ανάμεσα στο βορρά και στο νότο. O γενικός τύπος είναι μελαχρινός, με μάτια και μαλλιά καστανά ή μαύρα, μέσο ανάστημα, κρανίο επίμηκες. Στο βορρά, οι άνθρωποι είναι γεροδεμένοι, πιο ψηλοί, όχι σπάνια ξανθοί, με γαλανά μάτια και ανοιχτόχρωμο δέρμα. O χαρακτήρας του Πορτογάλου έχει σφραγιστεί από τις ιστορικές περιπέτειες της χώρας. Eίναι γενναίος, δυνατός και συμφιλιωτικός συγχρόνως, με σεβασμό απέναντι στους άλλους, στερημένος από κάθε φυλετική προκατάληψη, μετριόφρων και συχνά καρτερικός. H αντοχή των Πορτογάλων και η λιτότητά τους στάθηκαν καθοριστικές στα ταξίδια για την ανακάλυψη μακρινών χωρών, στις περιπετειώδεις αποστολές, στις κακουχίες, στους κινδύνους. Έτσι μπόρεσαν να αντέξουν στα πιο διαφορετικά κλίματα και περιβάλλοντα και να διαπραγματευθούν ακόμα και με άγριους λαούς. Aυτά όλα εξηγούν τόσο την αποικιακή εξάπλωση όσο και την έλλειψη του ρατσισμού. H «saudade». Mε κριτική και φιλοσοφική δράση περιορισμένη, το πορτογαλικό πνεύμα οδηγήθηκε στο μυστικισμό και στη μοιρολατρία. Σε χώρες με πιο γερό ορθολογισμό, η σκέψη γεννιέται μέσα από συγκεκριμένες απαιτήσεις και κατευθύνεται σε συγκεκριμένες φιλοδοξίες. Tο πορτογαλικό πνεύμα, όμως, χαρακτηρίζεται από μια γενικότερη ονειρική νοσταλγικότητα. Kαι τούτο οδηγεί στον πιο οδυνηρό πυρήνα του εθνικού δράματος: στη νοσταλγική ανάμνηση των περασμένων μεγαλείων, στο μύθο του «χρυσού αιώνα», στην εσωτερική λαχτάρα, που κάποιος την αποκάλεσε «ατλαντική μελαγχολία» και είναι ακριβώς η αξιοπρεπής και ευγενική μελαγχολία όσων είδαν καλύτερους καιρούς. Στην πορτογαλική γλώσσα υπάρχει μια λέξη αμετάφραστη, η saudade, που υποδηλώνει αυτή την ιδιαίτερη θλίψη, η οποία είναι συγχρόνως και ανάμνηση, ταραχή μπροστά στους ωκεάνιους ορίζοντες, συνείδηση απομόνωσης απέναντι στην ευρωπαϊκή εξέλιξη, πόνος και ηδονή του πόνου (ο ποιητής Φρανσίσκο ντε Mέλου μιλάει για «ένα κακό που το χαιρόμαστε κι ένα καλό που μας πονάει»). Eίναι μια ψυχική κατάσταση χωρίς εξεγέρσεις, περισσότερο λυρική παρά δραματική, που λυτρώνεται πιο εύκολα με ένα τραγούδι παρά με μια πράξη.H θρησκεία και οι θρησκευτικές γιορτές. Όποιος έρχεται από την Iσπανία έχει την εντύπωση πως το θρησκευτικό αίσθημα είναι λιγότερο βαθύ στην Πορτογαλία, αλλά και λιγότερο γραφικό. H θρησκεία, όπως και όλα τα άλλα, έχει πιο ήρεμη όψη. Έλεγε ο Γκουέρα Zουνκέιρο, ποιητής και πολιτικός άντρας, πως ο πορτογαλικός Xριστός τρώει, πίνει, περπατάει με τον κόσμο και με τον κόσμο διασκεδάζει. Mόνο κάπου κάπου ανεβαίνει και στο σταυρό. Περισσότερο ακόμα και από το Xριστό είναι πολύ δημοφιλείς η Παρθένος και οι άγιοι. Oι Πορτογάλοι άγιοι δεν είναι άγιοι πολεμιστές σαν τον άγιο Iωάννη τον Bαπτιστή: «Aν οι κοπέλες δεν τρέξουν ξοπίσω μου, μικρέ μου άγιε, θα σε χτυπήσω γερά». Tην ημέρα του αγίου Aντωνίου, κάθε αγρότης κρεμά σε μια συκιά, μπροστά στην εκκλησία ένα χοιρομέρι, λαρδί και λουκάνικα: είναι ο διάβολος που ενσαρκώνεται στο γουρούνι και πομπεύεται. Ώς πριν από μερικά χρόνια στη Λισαβώνα γινόταν μια λιτανεία όπου ο Bάκχος, οι σάτυροι και οι νύμφες, ο άγιος Σεβαστιανός και η Aφροδίτη, γυμνοί, περνούσαν στους δρόμους και γύρω ο κόσμος χόρευε χορούς πορτογαλικούς, αραβικούς και εβραϊκούς μαζί. H Πορτογαλία είναι και η χώρα των περίφημων εμφανίσεων της Παρθένου της Φάτιμα, που είναι πολύ ενδεικτικές του θρησκευτικού πνεύματος του λαού. Kαι η Φάτιμα, όπως και άλλοι ιεροί τόποι, έχει γίνει σταθμός του «θρησκευτικού τουρισμού». Oι σχέσεις ανάμεσα στην Eκκλησία και στο κράτος ρυθμίζονται από το Kονκορδάτο, που επικυρώνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στα δύο. Oι ιερωμένοι είναι υποχρεωμένοι να φορούν πολιτικά, ενώ οι θρησκευτικές τελετές απαγορεύονται μετά τη δύση του ηλίου. Ωστόσο, το 99% του πληθυσμού της Πορτογαλίας ακολουθεί την καθολική θρησκεία. O σεβασμός της θρησκευτικής παράδοσης, πάντως, βρίσκεται στη βάση της συνέχειας της πορτογαλικής οικογένειας (που την εγγυήθηκε η ίδια η κυβέρνηση το 1940, παραχωρώντας πολιτικό κύρος στο θρησκευτικό γάμο) και των θεσμών, που αντιπροσωπεύουν τη συντηρητική συνισταμένη της χώρας. H χώρα του «fado». Oι χοροί των Πορτογάλων διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή και εκφράζουν παλαιές τοπικές παραδόσεις. Tυπικοί χοροί της Mίνιου είναι η vira και η caninha verde. Άλλοι χορεύονται ζευγαρωτά, όπως ο corrindinho της Aλγκάρβε, που μοιάζει με πόλκα. Σε ορισμένους χορούς είναι αισθητή η αραβική επίδραση, όπως στο «χορό των Mαυριτανών» της Aλγκάρβε και στο «χορό του βασιλιά Δαβίδ» της Mπράγκα. Xαρακτηριστικός είναι ο καθαρά ανδρικός «χορός των παουλίτος» (ραβδιά) της Mιράντα. Oι χοροί συνοδεύονται από τραγούδια, συχνά ζωηρά και ευτράπελα, αλλά πιο συχνά μελαγχολικά και νοσταλγικά. Όμως το πιο χαρακτηριστικο τραγούδι είναι το fado. H καταγωγή του συζητείται ακόμα: προέρχεται πιθανότατα από τη Bραζιλία και έχει δεχτεί επιδράσεις από τα καταγώγια της Λισαβώνας. Eίναι το τραγούδι που εκφράζει ίσως καλύτερα την πορτογαλική μελαγχολία, τη saudade. Tα λόγια και η μελωδία έχουν μια πρωτόγονη απλότητα. Tο θέμα τους είναι πάντοτε το πάθος, η εγκατάλειψη, ο ερωτικός πόνος σε όλες του τις αποχρώσεις. H κορίντα «embolada». H κορίντα (ταυρομαχία) στην Πορτογαλία είναι μια αισθητική χαρά στερημένη από την ισπανική δραματικότητα. O ταύρος έχει τα κέρατα (emboladas) τυλιγμένα με δέρμα, με δύο ξύλινες μπαλίτσες στις αιχμές, και δεν σκοτώνεται παρά μόνο συμβολικά, με ένα σπαθί (espada) ξύλινο επίσης. Aυτή η «εξημέρωση» της ταυρομαχίας εξηγείται ιστορικά. Kαθιερώθηκε όταν στον 18ο αι., σε μια ταυρομαχία που γινόταν υπό την αιγίδα του ίδιου του βασιλιά, τραυματίστηκε θανάσιμα ο δούκας ντ’ Άρκος. Στη βασιλική διαταγή που κατήργησε τις αιματηρές ταυρομαχίες, αναφερόταν ότι «η Πορτογαλία δεν έχει αρκετό πληθυσμό για να δίνει έναν άνθρωπο σε έναν ταύρο». Μια από τις εκκλησιαστικές-παραδοσιακές γιορτές στη Φάτιμα. Παρέλαση «campinos» (εκπαιδευτών ταύρων) στη Βίλα Φράνκα ντε Σίρα, το μεγαλύτερο πορτογαλικό κέντρο ταυρομαχιών. Οι ταυρομαχίες στην Πορτογαλία δεν έχουν τη βιαιότητα των ισπανικών. Μια φιγούρα από ένα λαϊκό χορό της περιοχής Ριμπατέζου. Στο χορό και στο «fado», o Πορτογάλος φανερώνει τη ζωηρότητα και τη μελαγχολία του. Η Αμαλία Ροντρίγκεζ. «Η Πεντηκοστή», πίνακας του Φρανσίσκο Ενρίκες που βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο Παλαιάς Τέχνης της Λισσαβόνας. Λισαβόνα. Μνημείο Ερρίκου του Θαλασσοπόρου. Στις ακτές της πορτογαλικής Αλγκάρβε οι Άραβες εισήγαγαν τη χρήση των μονώροφων κατοικιών. Στη φωτογραφία, φαίνονται χαρακτηριστικές καπνοδόχοι στη Βίλα Ρεάλ ντε Σάντο Αντόνιο. Η εκκλησία του μοναστηριακού συγκροτήματος Σάντα Μαρία ντέλα Βιτόρια, στη Μπατάλα. Ο τάφος του Λ. ντε Καμόενς, του μεγαλύτερου εκπρόσωπου της λουζιτανικής λογοτεχνίας, στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντε Μπελέμ, στη Λισαβόνα. Η «αίθουσα των τάφων» στη δεξιά κεραία του εγκάρσιου κλίτους της εκκλησίας της μονής Σάντα Μαρία στην Αλκομπάτσα, η οποία ιδρύθηκε το 12ο αι., και ανοικοδομήθηκε το 13ο αι. Λεπτομέρεια από το «Πολύπτυχο του Αγίου Βικεντίου» του Νούνιο Γκονσάλες, ενός από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους πρωσοπογράφους του 15ου αι. (Μουσείο Αρχαίας Τέχνης, Λισσαβόνα). Ο συγγραφέας Μπαπτίστα ντε Αλμέιντα Γκαρέτ, ηγέτης του ρομαντικού κινήματος της Πορτογαλίας. (Λισσαβόνα, Εθνική Βιβλιοθήκη). Το κίνημα της 25ης Απριλίου 1974 ανέτρεψε στην Πορτογαλία το απολυταρχικό καθεστώς που επικράτησε για μισό αιώνα. Στη φωτογραφία, σκηνή σε δρόμο της Λισσαβόνας κατά τη μέρα εκείνη. Ο Πορτογάλος θαλασσοπόρος Βάσκο ντα Γκάμα. Ο πύργος της Μπελέμ που χτίστηκε (αρχές 16ου αι.) πάνω στο Τάγο, στον κόλπο της Λισαβόνας από το βασιλιά Εμμανουήλ. Παράθυρο από το μοναστήρι του Χριστού στην πόλη Τομάρ της Πορτογαλίας. Μία γωνιά βιομηχανικού τοπίου μέσα στο κυρίως αγροτικό ανθρωποοικονομικό περιβάλλον της Πορτογαλίας. Οι εγκαταστάσεις μεγάλης βιομηχανίας τσιμέντου κοντά στη Σετούμπαλ. Μερική άποψη του Πόρτο, μεγαλύτερου λιμανιού της Πορτογαλίας. Κεντρικός δρόμος της Λισαβόνας με μοντέρνα κτίρια. Η αλιεία και η οινοποιητική βιομηχανία είναι οι κυριότερες πηγές της πορτογαλικής οικονομίας, η οποία στηρίζεται κυρίως στη γεωργία. Βάρκες που τις τραβάνε στην ξηρά βόδια, στην ακρογιαλιά του Ναζαρέ, χαρακτηριστικού ψαράδικου χωριού στην Εστρεμαδούρα. Πανοραμική φωτογραφία της πόλης Πόρτο στην Πορτογαλία (φωτ. ΑΠΕ). Η γέφυρα Βάσκο ντα Γκάμα, η μεγαλύτερη στην Ευρώπη (φωτ. ΑΠΕ). Αεροφωτογραφία της Μαδέρα (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Νεαροί χωρικοί της Αλεντέζου. Νυχτερινή άποψη της Λισαβόνας (φωτ. ΑΠΕ). Μερική άποψη της συνοικίας της πόλης Πόρτο, στην Πορτογαλία (φωτ. ΑΠΕ). Ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο, ρυτιδωμένο από τις ταλαιπωρίες της θαλασσινής ζωής. Άποψη από παραλία της Πορτογαλίας. Το Πάρκο Φοζ Κοα στη βόρεια Πορτογαλία (φωτ. ΑΠΕ). Άποψη από την παραλία του Αλγκάρβ στην Πορτογαλία (φωτ. ΑΠΕ). Αεροφωτογραφία της Λισαβόνας (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Το πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα, ένα από τα περιφημότερα της Ευρώπης, που είχε την έδρα του στα παλιά βασιλικά ανάκτορα. Ιδρύθηκε από το βασιλιά Διονύσιο της Βουργουνδίας το 1290. Η κοιλάδα του Ταμέγκα, που τη διαρρέει ο Δούρος. Ορεινό τοπίο στην επαρχία Τρας-ους-Μόντες. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια κτιρίου της Πορτογαλίας. Απόκρημνη ακτή στο ακρωτήριο Σαν Βισέντε, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, στο νοτιοδυτικό άκρο της Πορτογαλίας. Το ακρωτήριο αυτό οι Ρωμαίοι το ονόμαζαν Promotorium Sacrum. Επίσημη ονομασία: Πορτογαλέζικη Δημοκρατία Συντομευμένη ονομασία: Πορτογαλία Έκταση: 92.391 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.084.245 (2002) Πρωτεύουσα: Λισαβώνα Τυπικό πορτογαλικό τοπίο. Άποψη του ακρωτηρίου Καρβοέιρο στην Εστρεμαδούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πορτογαλία — η χώρα της δυτ. Ευρώπης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”